Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΕΦΑ

Ο Αριστοτέλης, ερευνώντας διεξοδικώς την έννοια της ηδονής, απαντά εν μέρει και εκ των προτέρων στην μετέπειτα αυτού διαμορφωθείσα στωική άποψη περί ηδονής και ιδίως προς τον Χριστιανισμό.(20) "Διό προσδείται ο ευδαίμων των εν σώματι αγαθών και των εκτός και της τύχης, όπως μη εμποδίζηται ταύτα. Οι δε τον τροχιζόμενον και τον δυστυχίαις μεγάλαις περιπίπτοντα ευδαίμονα φάσκοντες είναι, εάν η αγαθός, η εκόντες η άκοντες ουδέν λέγοντες". Ήτοι, για να είναι κανείς ευδαίμων, πρέπει να συντρέχουν και εξωτερικοί προς αυτόν παράγοντες. Ο βασανιζόμενος δεν είναι δυνατόν να είναι ευδαίμων, ακόμα και αν είναι ενάρετος. Το αντίθετο θα ήταν πλήρης παραλογισμός για τον Αριστοτέλη.
Όμως, η ηδονή είναι όντως κάποιο αγαθό. Εαν η ηδονή δεν ήταν αγαθό, ο ευδαίμων δεν θα έπρεπε να ζει μιά ευχάριστη ζωή.(21) Η επιδίωξη τής ηδονής είναι καθολικό φαινόμενο και στους ανθρώπους και στα ζώα, άρα η ηδονή είναι κάποιο άριστο αγαθό.(22)
Κατά κάποιαν ανακολουθίαν, ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται στο βιβλίο Κ ότι η ηδονή δεν είναι το αγαθόν. Αλλά διάφορες συγκεκριμένες μεμονωμένες ηδονές είναι τω όντι επιθυμητές.(23)
Όμως, δεν επιδιώκουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ηδονή, αν και ό,τι όλοι επιδιώκουν είναι ένα είδος ηδονής. Ίσως μάλιστα να επιδιώκουν όλοι, όχι ό,τι νομίζουν ή ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν, αλλά την ίδια ακριβώς ηδονή, καθόσον όλα τα όντα έχουν κάτι το θεϊκό μέσα τους (πάντα γαρ φύσει έχει τι θείον).(24)
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο Θεός πάντα χαίρει μία και την αυτή ηδονή. Διότι η ηδονή δεν είναι μόνο ενέργεια της κινήσεως, αλλά και της ακινησίας και η ηδονή έγκειται μάλλον στην ακινησία παρά στην κίνηση.25 (Στην "κίνηση" ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει και την "μεταβολή"). Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης προαναγγέλλει την επικούρειο ηθική φιλοσοφία της καταστηματικής ηδονής, δηλαδή της ηδονής σε ακινησία, χωρίς μεταβολή.
Ο Επίκουρος έδωσε βασική έμφαση σ'αυτήν την άποψη περί ηδονής και την ανήγαγε σε κύριο φιλοσοφικό δόγμα.
Και σε επόμενο εδάφιο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης επανέρχεται στο θέμα της κινήσεως ή μη της ηδονής, όπου καταλήγει στο ότι η ηδονή δεν είναι κίνηση.(26)
Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή απομακρύνει την οδύνη. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι εξ αιτίας της ισχυρής ηδονής καθίστανται φαύλοι και ακόλαστοι.(27) Όμως, η ηδονή είναι συνυφασμένη με τον άνθρωπο, γι' αυτό και η ανατροφή των νέων γίνεται με την χρησιμοποίηση τόσο της ηδονής, όσο και της οδύνης.(28) Επιδιώκουμε τα ευχάριστα και αποφεύγουμε τα δυσάρεστα.(29) Αυτή η παρατήρηση του Αριστοτέλους, η οποία αναφέρεται στην διαχρονική κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα, προαναγγέλλει την γνωστή σε εμάς θεωρία των "εξαρτημένων αντανακλαστικών του Παυλώφ" και τον ψυχολογικό μπηχεϋβιορισμό, ο οποίος αναφέρεται στην εν γένει εκμαθημένη συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων.
Την καταληκτική του αντίληψη περί του τι είναι ηδονή από περιγραφική άποψη, την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Κ λέγοντας:
"Κατά πάσαν γαρ αίσθησιν έστιν ηδονή, ομοίως δε και διάνοιαν και θεωρίαν ηδίστη δ' η τελειοτάτη, τελειοτάτη δε η του ευ έχοντος προς το σπουδαιότατον των υπ' αυτήν. Τελοιεί δε την ενέργειαν η ηδονή".(30) Ήτοι, κάθε αίσθηση παρέχει ηδονή, όπως και κάθε θεωρητική αναζήτηση και διανοητική απασχόληση. Η πλέον ευχάριστη ενέργεια είναι η τελειοτάτη, η οποία είναι αυτή η ενέργεια, η οποία προσδιορίζεται από το σπουδαιότερο αντικείμενό της. Η ηδονή αποτελεί την τελείωση, την ολοκλήρωση της ενέργειας. Ποιο είναι όμως το σπουδαιότερο αντικείμενο ενεργειών; Για τον Αριστοτέλη και κάθε άλλον μαθητή του Πλάτωνος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από την πνευματική εργασία και δημιουργία!
Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή τελειοποιεί τόσο τις ενέργειες όσο και την ίδια την ζωή, την οποία ποθούν οι άνθρωποι.(31) Χωρίς ενέργεια δεν εμφανίζεται ηδονή. Και με την σειρά της η ηδονή τελειοποιεί κάθε ενέργεια.(32) Η ενέργεια επαυξάνεται, όταν συνοδεύεται από την συγγενή προς αυτήν ηδονή. Όποιος ευχαριστιέται με ό,τι κάνει, το κάνει καλύτερα.(33)
Σε κάθε ενέργεια αντιστοιχεί μία ηδονή. Η ηδονή της ενάρετης πράξεως είναι αξιόλογη, ενώ η ηδονή της κακής πράξεως είναι μοχθηρή. Οι επιθυμίες, οι οποίες κατατείνουν σε καλές πράξεις είναι επαινετές, ενώ αυτές, οι οποίες κατατείνουν σε αισχρές πράξεις, πρέπει να κατακρίνονται.(34)
Χαρακτηρίζουμε φαύλους ως προς τις ηδονές αυτούς που επιδιώκουν τις επαίσχυντες ηδονές. Για τον λόγον αυτόν όλοι συμφωνούν ότι οι αρετές οδηγούν σε απάθεια και ηρεμία μπροστά στις χαρές και τις λύπες, ενώ οι κακίες οδηγούν στα αντίθετα.(35) Κατά μίαν άποψη, λέγει ο Αριστοτέλης, οι αρετές ορίζονται ως "απάθεια".(36) Την έννοια της απάθειας την παρέλαβαν από τον Αριστοτέλη οι Στωικοί και την επεξέτειναν σε συνδυασμό προς τα διδάγματα των Κυνικών.
Αξιολογώντας τις ηδονές, ο Αριστοτέλης δέχεται ότι οι ηδονές, οι οποίες τελειώνουν και ολοκληρώνουν τις ενέργειες του τέλειου και μακάριου ανθρώπου, δικαιούνται να λέγονται πρέπουσες ηδονές, ενώ όλες οι άλλες ηδονές κατέχουν δευτερεύουσα θέση, όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες.(37) Εφόσον είναι δεδομένο ότι τα ζωντανά όντα ενεργούν, η ενέργειά τους ως πραγματικότητα συνεπάγεται την ολοκληρωμένη τελείωση. Η δράση προσδίδει στα όντα τόσο περισσότερη ευχαρίστηση, όσο τελειότερη γίνεται. Κάθε ον προσπαθεί να επιτύχει διαφορετικά πράγματα και σε κάθε πράξη του συνυπάρχει μία αντίστοιχη ευχαρίστηση. Για τον άνθρωπο τίθεται ως σκοπός του η δράση, η οποία εξασφαλίζει την ευδαιμονία του. Αυτή στηρίζεται στις ενάρετες και πνευματικές-διανοητικές ενασχολήσεις.
Ο Αριστοτέλης κρίνει ως άξια εκτιμήσεως και ευχάριστα εκείνα, τα οποία κρίνονται ως τέτοια για τον ενάρετο άνθρωπο. Ιδιαίτερα στην φύση του σπουδαίου ανθρώπου ταιριάζει η αρετή.(38)
Στα Ηθικά Ευδήμεια ο Σταγιρίτης ορίζει την αρετή ως την βέλτιστη διάθεση ή συνήθεια όλων των πραγμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ή παράγουν έργο.(39) Κάθε ηθική αρετή σχετίζεται και αναφέρεται στις ηδονές και τις λύπες.(40)
Επομένως, αβιάστως και ελευθέρως προκύπτει το συμπέρασμα ότι "ο ευδαίμων βίος κατ' αρετήν είναι ." (41) Η ηδονή βρίσκεται μέσα στην πράξη. Γι' αυτό και ο αληθώς ευδαίμων θα ζήσει ευχάριστη ζωή.(42)
Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι κατ'ουσίαν νους. Επομένως, ο βίος συμφώνως προς τον νου πρέπει να είναι και ο πλέον ευδαίμων βίος.(43)
Ο φιλόσοφος διαπιστώνει ότι η φιλοσοφία παρέχει αξιοθαύμαστες ηδονές ως προς την αγνότητα και την βεβαιότητα και είναι μεγαλύτερη στους κατόχους της σοφίας παρά στους αναζητούντες.(44) Να μία μεγάλη αλήθεια, την οποία δυστυχώς ελάχιστοι θα μπορούσαν σήμερα να αντιληφθούν.
Η φιλία, η οποία στηρίζεται στην ηδονή είναι η φιλία των νέων, αλλά είναι ευμετάβλητη, διότι καθώς μεγαλώνουν, μεταβάλλονται τα ήθη τους και κατά συνέπειαν η αίσθησή τους περί ηδονής. Όμως, η φιλία, η οποία στηρίζεται στην αρετή είναι η φιλία των καλύτερων ανθρώπων.(45)
Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν τρία είδη φιλίας, κατ' αρετήν, κατά το χρήσιμον και κατά το ηδύ.(46) Το ανώτατο είδος είναι η φιλία επ' αρετή. Βεβαίως και οι φαύλοι μπορεί να είναι φίλοι από συμφέρον και ηδονή.(47) Όμως, αυτή η φιλία δεν είναι κατ' αρετήν και γι'αυτόν τον λόγο δεν είναι πραγματική φιλία ούτε πρόκειται να διαρκέσει στον χρόνο.
Ο Αριστοτέλης αν και αναγνωρίζει τον ρόλο και την σημασία της ηδονής, εν τούτοις την υποτάσσει στον λόγο και την θέτει σε κατώτερο επίπεδο από την αρετή, στον δρόμο του κάθε ανθρώπου προς την ευτυχία."-

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα