Ερχονται στιγμές, ίσως μία φορά στη ζωή μας, που καλούμαστε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Να υψώσουμε το ανάστημά μας και να πράξουμε κατά συνείδηση. Να επιτελέσουμε το χρέος μας, πιστοί στον όρκο που έχουμε δώσει. Ερχονται στιγμές που ο δικαστής καλείται απλά να υπερασπιστεί το δίκαιο, να υπερασπιστεί τη νομιμότητα, να υπερασπιστεί αυτά τα οποία ορκίστηκε να υπηρετεί. Μακριά από προκαταλήψεις και σκοπιμότητες. Αρκεί να έχει την επιστημονική κατάρτιση, το θάρρος της γνώμης του και τη συνείδησή του, που στην περίπτωση του δικαστή, εφ' όσον εφαρμόζεται ορθά, μετατρέπεται σε θεία σοφία.
Σ' αυτό δεν χρειάζεται καμία υπέρβαση. Η μόνη υπέρβαση είναι αυτή του εαυτού μας που έχει αναγκαστεί να κύπτει τον αυχένα, που έχει αναγκαστεί να λειτουργεί κατά την εικονιζόμενη βούληση, ακόμη και ασυνείδητα.
Στην υπεράσπιση του δικαίου έναντι του αδίκου, στην υπεράσπιση του αδυνάτου έναντι του δυνατού, στην υπεράσπιση της αλήθειας έναντι του ψέματος σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο που δοκιμάζονται αρχές, αξίες και κοινωνικές κατακτήσεις, δίπλα στο δικαστή στέκεται ο δικηγόρος, όχι με την επαγγελματική αλλά με την κοινωνική του ιδιότητα, συνδυάζοντας τη δύναμη της γνώσης με το καθήκον υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που βάλλονται βάναυσα στη χώρα του Μνημονίου.
Αιφνιδιαστήκαμε δυσάρεστα που για πρώτη φορά το ΣτΕ δημοσίευσε σε δελτίο Τύπου πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης του Μνημονίου εν περιλήψει το περιεχόμενο της απορριπτικής εισήγησης, που ως αποτέλεσμα είχε να δημιουργηθεί ένα κλίμα αμηχανίας και ανησυχίας στους πολίτες για την έκβαση της δίκης. Αιφνιδιαστήκαμε δυσάρεστα επίσης όταν αμφισβητήθηκε με την εισήγηση το δικαίωμα υπεράσπισης του θεσμικού και κοινωνικού ρόλου των δικηγορικών συλλόγων και το κατοχυρωμένο από το νόμο και τη μέχρι σήμερα νομολογία του ΣτΕ δικαίωμα να προσφεύγει ενώπιον της Δικαιοσύνης για θέματα ευρύτερου κοινωνικού και εθνικού ενδιαφέροντος, με την αιτιολογία ότι «εγκαταλείφθηκε», αφού έχει να ασκηθεί από το 1977!!
Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με νομικά επιχειρήματα, παρά μόνο να εκληφθεί ως αποτροπή του ΔΣΑ να υπερασπίζεται τον θεσμικό ρόλο που η πολιτεία τού ανέθεσε προ πολλών ετών, αλλά που στις παρούσες περιστάσεις και χρονικές συγκυρίες ίσως για κάποιους να μοιάζει περιττός ή ενοχλητικός, ίσως όμως και επικίνδυνος για νοοτροπίες και αντιλήψεις που δεν ανέχονται, δεν διανοούνται θεσμικές αποστολές και ρόλους προσανατολισμένους στην υπεράσπιση των θεσμών, του Κράτους Δικαίου, της Δημοκρατίας.
Η αμφισβήτηση του ρόλου των κοινωνικών και επιστημονικών συλλόγων ως φορέων και υπερασπιστών των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, όπως αυτά εκφράζονται είτε ατομικώς είτε μέσω των συνδικαλιστικών τους φορέων, αν πράγματι αποσκοπεί στην αποδυνάμωση και την εξουδετέρωσή τους, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: στην ενδυνάμωση του ρόλου τους και μάλιστα μέσα από μια ευρύτερη κοινωνική αναγνώριση και αποδοχή.
Σε μια εποχή που κοινωνικές, πολιτισμικές κατακτήσεις καταστρατηγούνται ή οδηγούνται σε κατάργηση και η ελπίδα του κόσμου στρέφεται στη Δικαιοσύνη, η υιοθέτηση συντηρητικών πρακτικών ή αντιλήψεων εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, καθώς επιτείνουν το αίσθημα της αδικίας και δυναμώνουν τον κοινωνικό θυμό, με άγνωστα και απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Είναι πράγματι λυπηρό, αντί μιας εισήγησης νομικού κειμένου, να παρουσιάζεται ενώπιον της μείζονος Ολομέλειας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου ένα πολιτικό και κοινωνικό κείμενο, ταυτισμένο απόλυτα με τις κατατιθέμενες απόψεις του υπουργείου Οικονομικών, χωρίς καμία νομική τεκμηρίωση και να αποφαίνεται ότι ουδεμία εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων έχει συντελεστεί, ότι ουδεμία διάταξη του Συντάγματος έχει παραβιαστεί, ότι ελήφθη η πρόνοια οι προκύπτουσες, μετά τη μείωση, αποδοχές και συντάξεις να διατηρούνται σε βιώσιμα επίπεδα.
Αραγε ποιος καθορίζει και μέσα σε ποιο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτά τα βιώσιμα επίπεδα, τα οποία οδηγούν σταδιακά στην πλήρη απαξία και τον ευτελισμό των άμεσα θιγομένων και της κοινωνίας ως συνόλου;
Μπορούμε λοιπόν μετά ταύτα να πανηγυρίζουμε ότι ουδέν μεμπτόν σημειώθηκε, ότι όλα έγιναν νομότυπα και όπως το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν. Κατά τα λοιπά, όλα αυτά που είναι καταγεγραμμένα στο Μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση, σύμφωνα με τα οποία παραιτούμαστε «άνευ όρων και αμετάκλητα» από την ασυλία της κυριαρχίας που κάθε οργανωμένο κράτος διαθέτει και δεν απεμπολείται, είναι στη φαντασία των Ελλήνων πολιτών, όπως επίσης στη φαντασία τους είναι όλα όσα έχουν αποτυπωθεί στις διεθνείς συμβάσεις περί περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας, που και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει τονίσει.
Φαίνεται όμως ότι κάποιοι το βλέπουν με το δικό τους συντηρητικό και επιλεκτικό μάτι. Ο νομικός κόσμος της χώρας οφείλει να υψώσει το ανάστημά του, να προασπίσει από κοινού το Κράτος Δικαίου, το κύρος της Δικαιοσύνης, το κύρος της Δημοκρατίας. Οι δικηγορικοί σύλλογοι είναι σύμμαχοι και αρωγοί των δικαστών στο ύψιστο έργο που καλούνται να επιτελέσουν, ιδιαίτερα σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές που διέρχεται αυτή η χώρα.
* Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΊΑ
An outstanding article. Impressed ! Please have you all a good Thursday.
ΑπάντησηΔιαγραφήdaily athens