Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Περί επιστημολογικού αναρχισμού του Feyerabend


Ν. Λυγερός

Ο Feyerabend (1924-1994) [1. 2] μέσω του έργου του, Ενάντια της μεθόδου αποτελεί τον γνωστικό πυρήνα του επιστημολογικού αναρχισμού. Σε αντίθεση με μία μεθοδολογία που μπορεί να χαρακτηριστεί ως αξιωματική, που ανέπτυξαν ο David Hilbert (1862-1943) [1. 2. 3. 4. 5], ο μαθητής του Constantin Caratheodory (1873-1950) και σε μεγαλύτερο βαθμό η σχολή του πολυκέφαλου Nicolas Bourbaki (1935-    ) [1. 2], στα μαθηματικά, ο επιστημολογικός αναρχισμός προτείνει μία δυναμική μεθοδολογία ανακάλυψης δομών. Η ιδέα είναι ότι η αξιωματική μέθοδος λειτουργεί θαυμάσια όταν το αποτέλεσμα της θεωρίας ή ακόμα κι ενός θεωρήματος είναι ήδη γνωστό. Τι γίνεται όμως όταν βρισκόμαστε στην αρχική περίπτωση; Αυτή είναι η περίοδος της ανακάλυψης. Σε αυτό το πλαίσιο βρίσκουμε μαθηματικούς όπως ο Αρχιμήδης ( -287 - -212), ο Euler (1707-1783) [1. 2. 3. 4. 5], ο Erdős (1913-1996) [1. 2] και ο Polya (1887-1985) αλλά όχι μόνο, αφού ο Leibniz (1646-1716), ο Newton (1643-1727) [1. 2. 3. 4] και ο Einstein (1879-1955) αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα.

Σε αυτή τη φάση, η ελευθερία σκέψης είναι η σημαντικότερη και ενισχύεται βέβαια και από την φαντασία, η οποία είναι πιο σημαντική κι από τη γνώση κατά τον Einstein. Αυτό είναι το πλαίσιο του επιστημολογικού αναρχισμού του Feyerabend, ο οποίος δεν φοβόταν να δημιουργήσει διάλογο και με τον Lakatos (1922-1974) [1. 2. 3]. Ο παραλίγο μαθητής του Wittgenstein (1889-1951) και μαθητής του Popper (1902-1994) [1. 2. 3. 4. 5], μετά από μια μεταβατική περίοδο, κατάφερε να δημιουργήσει ένα πεδίο σκέψης στην επιστημολογία, το οποίο έχει εφαρμογές στις επιστήμες και στα μαθηματικά, στο ερευνητικό επίπεδο. Με αυτήν την έννοια θεωρεί ο Feyerabend ότι η αναρχία συμβάλλει στην πρόοδο της επιστήμης με όποιο ορισμό και να επιλέξουμε. Η σκέψη πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερη, για να μην πέσει στην παγίδα ενός δόγματος, το οποίο δεν επιτρέπει την επίλυση του προβλήματος ή την ανακάλυψη της θεωρίας. Ο επιστημολογικός αναρχισμός δεν περιγράφει μόνο, αλλά εξηγεί και το πεδίο δράσης. Πρέπει λοιπόν να αποφύγουμε τις κοινωνικές συνθήκες που περιορίζουν αναπόφευκτα τη σκέψη. Μπορούμε να ενεργοποιήσουμε και τις δημιουργικές απαγωγές του Eco (1932-    ) [1. 2. 3] που μελέτησε και ανέπτυξε μέσω του έργου του Peirce (1839-1914). Η μη συμβατική προσέγγιση είναι απαραίτητη στα δύσκολα προβλήματα όπως το απέδειξε ο Feynman (1918-1988) [1. 2. 3. 4. 5] στην κβαντομηχανική, ο Ventris (1922-1956) στην αρχαιολογία, ο Brooks (1954-    ) [1. 2. 3. 4. 5. 6] στην ρομποτική και ο Chaitin (1947-    ) [1. 2. 3. 4. 5. 6. 7] στα μεταμαθηματικά. Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν μπορούν να αξιωματοποιηθούν μέσα σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Κατά συνέπεια ο επιστημολογικός αναρχισμός του Feyerabend μας προσφέρει όχι μόνο μία διέξοδο από τις ιδεολογίες του δογματισμού στις επιστήμες και στα μαθηματικά, αλλά λειτουργεί ως καταλυτικό πλαίσιο για την δράση της ελεύθερης σκέψης. Αυτή είναι η σημαντικότερη συμβολή του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα