Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

H περί πατρίδας πολιτική αντίληψη των κλασικών Ελλήνων και η νεώτερη προπαγανδιστική διαστροφή της σε “πατριωτισμό”, “εθνική ενότητα” και “ομοψυχία”




Οι Έλληνες δεν μάχονταν για «ιδέες», «ιδανικά» και άλλες ιδεολογικοποιημένες (αυτ)απάτες, αλλά για απόλυτα καθορισμένες και χειροπιαστές σημασίες, όπως  η πόλη – πατρίδα. Η τελευταία σε πλήρη αντίθεση με τον σημερινό συσκοτισμό της (βλ. «έθνος – κράτος») δεν ήταν μια ιδεολογική αφαίρεση· ήταν πρωταρχικά μια αυτοκυβερνώμενη ανθρώπινη κοινότητα, η οποία αυτοπροσδιοριζόταν  βιολογικά (κοινός γεννήτορας και πρόγονοι), χρονικά (κοινή ιστορική διαδρομή), συνειδησιακά (κοινά έθιμα, θεσμοί, σημασίες  κ.λπ.) και,  μόνο δευτερευόντως, γεωγραφικά.
Ο γεωγραφικός προσδιορισμός της πατρίδας φαίνεται, ότι ιεραρχείτο ως δευτερεύων, αφού αρκετές φορές υποχωρούσε υπό το βάρος άλλων, κοινωνικών, πολιτικών κ.ά. παραγόντων. Οι αναρίθμητες αποικίες των Ελλήνων ιδρύθηκαν σε περιοχές, όπου αυτοί δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κανένα γεωγραφικό παρελθόν και οι νέες ελληνικές πόλεις εγκαθιδρύθηκαν βασισμένες αποκλειστικά στους άλλους παράγοντες. Επίσης ο Θεμιστοκλής θεωρούσε δευτερεύοντα τον γεωγραφικό προσδιορισμό της Αθήνας, όταν απείλησε, πως άν οι υπόλοιποι Έλληνες δεν επιθυμούσαν να δώσουν ναυμαχία στη Σαλαμίνα, οι Αθηναίοι θα πήγαιναν να ξαναϊδρύσουν την πόλη τους στην Ιταλία. Βλ. επίσης τη ρήση στον Θουκυδίδη «άνδρες γαρ πόλις» («η πόλη είναι οι άνδρες της», Ζ΄ 77,) δηλαδή οι πολίτες της, που φέρουν παντού και πάντα την πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και με αυτόν τον τρόπο δίνουν ύπαρξη στη πόλη. Αλλά και γενικότερα οι Έλληνες δεν προσδιόριζαν την πόλη-πατρίδα με γεωγραφικούς όρους, αφού έλεγαν π.χ. «οι Αθηναίοι», ή «οι Κορίνθιοι» και ποτέ «η Αθήνα», ή «η Κόρινθος». Ήταν, κατά συνέπεια, κάτι απολύτως συγκεκριμένο, για το οποίο άξιζε να πεθάνει κάποιος, ακριβώς επειδή δέν άξιζε να ζει χωρίς αυτό.
Η αυτοκυβερνώμενη πατρίδα – πόλη αποτελούσε για τους Έλληνες έννοια κατ΄ εξοχήν πολιτική. Στον Επιτάφιο του Περικλέους (όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης) κατονομάζονται οι χειροπιαστές αιτίες, για τις οποίες καλούνταν να πολεμήσουν οι Αθηναίοι: η επιβεβαιωμένη στην πράξη ευνομία τους, οι απεριόριστες ευκαιρίες, που είχε ο καθένας σε αυτή την πόλη για να αναπτύξει τις δυνατότητές του, οι  θεσμοί τους ως προϊόν αυθεντικής (=αυτόνομης) συλλογικότητας, η πολιτικώς θεσμισμένη (=έμπρακτη) ταύτιση ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, η αναμφισβήτητη πληρότητα της ζωής τους.  Πουθενά στο συναρπαστικό αυτό κείμενο δεν θα βρει κανείς τον μεταγενέστερο πατριδοκάπηλο μελοδραματισμό, ύποπτους συλλογιστικούς ακροβατισμούς (στους οποίους ανέκαθεν επεδίδετο η εθνικιστική προπαγάνδα, βλ. «έθνος – κράτος»), συγκινησιακά φορτισμένες κοινοτοπίες και λοιπά ιδεολογικοποιημένα ξεροκόκκαλα, από αυτά, που πετούν συχνότατα οι έμποροι του πολέμου στις αποβλακωμένες ανθρωπομάζες/κρέας για τα κανόνια τους.
Ακόμα και η παραδοσιακή ομηρική έννοια της εξιδανικευμένης πολεμικής δόξας, απέκτησε στην κλασική εποχή υλικό σημείο αναφοράς: οι πεσόντες, π.χ. του Μαραθώνα, θεωρούνται πλέον δοξασμένοι ήρωες, όχι απλώς επειδή πολέμησαν γενναία, αλλά γιατί πολέμησαν για χειροπιαστά πράγματα, π.χ. για την πολιτική κοινότητά τους. Αλλά και από την Ιλιάδα (Β΄ 212 κ.ε.) δεν λείπει το πρωτόλειο  μιας  υλιστικής και πολιτικής αντίληψης περί πολέμου. Ο Θερσίτης, ένας συνηθισμένος πολεμιστής, που θέλει να επιστρέψουν οι Αχαιοί στην Ελλάδα αντί να συνεχίσουν τον πόλεμο, απευθύνεται με παρρησία στον Αγαμέμνονα λέγοντάς του, ότι: «οι σκηνές σου είναι γεμάτες από χαλκό και γυναίκες, εκλεκτά λάφυρα, που εμείς οι Αχαιοί σου δίνουμε όποτε κατακτάμε μια πόλη. Είσαι άπληστος για το χρυσάφι, που οι αλογάρηδες Τρώες θα σου φέρουν ως λύτρα για τον γιό τους, που εγώ, ή κάποιος άλλος Αχαιός θα αιχμαλωτίσει; Ή για κάποια γυναίκα που θα κοιμάσαι μαζί της και θα κρατάς μόνο για τον εαυτό σου;» Στη συνέχεια λέει, ότι είναι ανάρμοστο να παρατείνεται ο πόλεμος μόνο και μόνο για να οικειοποιείται ένας βασιλιάς τη μερίδα του λέοντος από τα  λάφυρα. Ο Θερσίτης, σαν συνειδητοποιημένος  πολίτης, απαιτεί να έχει λόγο στα τής εκστρατείας, στην πορεία της, στη διανομή των ωφελημάτων της κ.λπ..
Το αντιπροσωπευτικότερο επιχείρημα, που μπορεί να επικαλεστεί κανείς σχετικά με το πώς οι Έλληνες της κλασικής εποχής αντιλαμβάνονταν την κατ΄ εξοχήν πολιτική διάσταση της πατρίδας, βρίσκεται στον Ηρόδοτο (Ε΄ 78):  «Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι Αθηναίοι διοικούντο τυραννικά  δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι, ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος, ότι εργάζεται για τον εαυτό του». Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο). Καμμία σχέση με υπήκοους, που σύρονται στα πεδία των μαχών ωθούμενοι από το ιδεολογικό («εθνικό») κουτόχορτο, που τούς έχει ταϊσει κάποιος πατριδοκάπηλος εξουσιαστής.
Ακόμα και μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο, όπου  παρατηρείται μια όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων εντός των εξασθενημένων πόλεων και όπου η κοινωνική συνοχή τίθεται συχνά υπό αίρεση, οι Έλληνες παραμένουν υποψιασμένοι πολίτες και  δεν συγκινούνται από καμμιά υποκριτική επίκληση για κοινωνική ειρήνη στο όνομα δήθεν της πατρίδας-πόλης. Εξ άλλου τέτοιου είδους επικλήσεις είναι ανύπαρκτες στην ελληνική αρχαιότητα: η όποια επίκληση της πατρίδας γινόταν πάντα συνοδεία επιχειρημάτων, όπως π.χ. στον Επιτάφιο του Περικλή. Σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ.  τυραννίας, κοινωνικής ανισότητας κ.λπ.) η στάσις (και ό,τι αυτή συνεπαγόταν, π.χ, τον φόνο «συμπολιτών» – αρπακτικών δηλαδή, ομοεθνών) θεωρείται όχι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και αυτονόητη (σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εποχή, όπου θεωρείται σεμνότυφα  «εθνική προδοσία» -σημειωτέον, ότι για «εθνική προδοσία» δεν είχαν κατηγορηθεί ούτε οι μηδίσαντες Έλληνες). Tα αρχαία πολιτικά συγγράμματα πραγματεύτηκαν το φαινόμενο της στάσεως, χωρίς υποκρισία, ως προϊόν της κοινωνικής ανισότητας (βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικά,V,1301 a25-1301 b 18. Αλλά και Αινεία Τακτικού, Πολιορκητικά XIV, 1).
Οι αρχαίοι Έλληνες διέθεταν ανέκαθεν πλήρη επίγνωση, ότι αποτελούν έθνος με κοινή καταγωγή, γλώσσα, πολιτισμό κ.λπ.. Ωστόσο, αυτό δεν τους έλεγε και πολλά πράγματα από πολιτικής πλευράς. Γνώριζαν, ότι η κοινωνική συνοχή απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από απλοϊκές ιδεολογικές καταφυγές σε κάποιο «κοινό αίμα» κι ότι εξασφαλίζεται μόνο εάν η έμφαση δοθεί στο πολιτικό μέρος τού προβλήματος. Ο ελληνικός πολιτικός στοχασμός αναδύθηκε από αυτό ακριβώς το «κοινό αίμα», που έχυναν αλύπητα οι Έλληνες στις μεταξύ τους «αντεθνικές» συγκρούσεις και, κυρίως, στον συχνό κοινωνικό πόλεμο εντός των πόλεων. Η κοινή εθνική καταγωγή μπορεί να βοηθήσει στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν μπορεί ούτε να τη δημιουργήσει, ούτε να την διατηρήσει. Γνώριζαν, ότι η επίκληση της κοινής καταγωγής δεν επαρκεί για να αποτρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις κι ότι ήταν επισφαλής βάση, ώστε να θεμελιώσουν επάνω της την πολιτική τους αναζήτηση και πρακτική. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα ο νεώτερος Εξουσιασμός επινοώντας το φαιδρό υβρίδιο του «έθνους-κράτους». Το εθνοκράτος παγίωσε στη συλλογική συνείδηση μια αποϊεροποιημένη και  χυδαία εδαφική/συνοριακή αντίληψη της πατρίδας.
Στην αρχαία ελληνική πόλη η στράτευση  γινόταν περισσότερο αντιληπτή ως τιμή παρά ως υποχρέωση. Αυτό συνέβαινε, διότι ο στρατός ήταν στρατός πολιτών και όχι υπηκόων, ή σκλάβων. Οι οπλίτες/πολίτες, σε αντίθεση με σήμερα, είχαν μια πραγματική -και όχι ιδεολογική- πατρίδα να υπερασπίσουν: π.χ. ως άτομα είχαν ολοκληρωμένη πολιτική οντότητα και όχι τα σημερινά καχεκτικά «πολιτικά δικαιώματα».
Πολεμικό συμβούλιο (πίνακας του Θ. Βρυζάκη 1819-1878). Στις Κλέφτικες ομάδες (που πολλές φορές συγκέντρωναν εκατοντάδες παληκάρια) ξαναέζησε το πνεύμα των περίφημων συμβουλίων των πολεμιστών της Ιλιάδας, αλλά και των λαϊκών συνελεύσεων (εκκλησιών του Δήμου) της κλασικής εποχής. Έτσι, ο πόλεμος διεξάγεται ελληνικότατα, από μια στοιχειωδώς πολιτική κοινότητα και όχι από έναν στρατό σκλάβων.
Κατά τον ίδιο τρόπο οι αγωνιστές του 1821 αντιλαμβάνονταν την πατρίδα ως κάτι χειροπιαστό κι όχι ως μια αφηρημένη ιδέα. Γι΄ αυτό, η μισθοδοσία των παλληκαριών τους και η δίκαιη διανομή των λαφύρων, απασχολούσαν τούς οπλαρχηγούς το ίδιο με τον σχεδιασμό των συγκρούσεων. Αυτό δεν οφειλόταν στον ελλιπή, λόγω ανυπαρξίας τακτικού στρατού, εφοδιασμό (ο τακτικός στρατός ήταν άλλωστε κάτι, που τους προξενούσε αποστροφή). Απλώς δεν δέχονταν να  πολεμήσουν για την «πατρίδα» των κοτσαμπασήδων και των φαναριωτών, που ήσαν αραγμένοι στα μετόπισθεν (αναλόγως έπρατταν και τα πληρώματα των πλοίων). Επίσης, από ένα σημείο και μετά, απαιτούσαν και συμμετοχή στην πολιτική εξουσία. Όποιος διαβάσει, έστω και επί τροχάδην, τα απομνημονεύματα των διαφόρων οπλαρχηγών του 1821 θα διαπιστώσει την πλήρη ομοφωνία τους στο να μήν πολεμούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «για την ψυχή της μάνας τους» αλλά, για «πεζά» υλικά πράγματα, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους πολεμιστές τους: χρήματα, λάφυρα, αγροτικές εκτάσεις, πολιτική συμμετοχή. Κάτι, που (κακώς) θα απογοητεύσει τους γαλουχημένους με τις προπαγανδιστικές αγιογραφίες, που προωθεί το νεοελληνικό εθνοκράτος.
Χιλιετίες πρωτύτερα, ο -ολιγαρχικός- Πλάτων (Πολιτεία VIII, 551 d-e) είχε παραδεχθεί, ότι οι ολιγαρχικοί δεν είναι ικανοί να κάνουν πόλεμο «γιατί είναι αναγκασμένοι, ή να οπλίσουν το πλήθος, οπότε θα το φοβούνται περισσότερο από τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου». Το οπλισμένο πλήθος του 1821, σε πλήρη αντίθεση με τους νεοέλληνες απογόνους του, γνώριζε ενστικτωδώς αυτή την αλήθεια και πολεμούσε για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι συνήθως δεν είχαν καμμία σχέση με τα πολιτικά «μαγειρέματα» των ελληνικών εξουσιαστικών ομάδων της εποχής.
Η ρίζα αυτής τής εντελώς αντιιδεολογικής αντίληψης περί πατρίδας, πολέμου και στρατού είναι κοινή τόσο στους αρχαίους, όσο και στους νεώτερους.  Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ανθρώπους, που γνωρίζουν γιατί πολεμούν και δεν έχουν πέσει θύματα ιδεολογικοποιημένης εξαπάτησης. Παρά την έλλειψη μόρφωσης των Κλεφτών, ο  πόλεμός τους είχε πάντα ως κυρίαρχη μια ενστικτώδη υγιή πολιτική διάσταση, αντί για μια περιορισμένη και νεφελώδη «εθνική» και εδαφική. Γαλουχημένοι με κείμενα όπως η συναρπαστική Ελληνική Νομαρχία τούΑνωνύμου του Έλληνος, οι εξεγερμένοι του 1821 ένιωθαν, ότι «Πατρίς είναι μια λέξις, διά της οποίας όλοι κοινώς εννοούσι την γην, εις ήν εγεννήθησαν, οι μόνον ελεύθεροι όμως δύνανται να καταλάβωσι τήν μεγάλην αυτής σημασίαν, και δια τούτο οι δούλοι αδιαφόρως προφέρουσι τοιούτον όνομα[…] Τα ονόματα αγαπητοί μου, λαμβάνουν την σημασίαν από την ιδιότητα των πραγμάτων, εις τα οποία αναφέρονται. Όθεν, αν τινάς δεν γνωρίζει το πράγμα εις ουδέν του χρησιμεύει η ονομασία του. Και καθώς ο εκ γενετής αόμματος, προφέροντας τα ονόματα των χρωμάτων ουδέν εννοεί, επειδή δεν είδε ποτέ τα χρώματα, ούτως και οι νυν Έλληνες με το «Πατρίς» άλλο δεν εννοούσι ειμή τήν γην εις την οποίαν εγεννήθησαν, επειδή τούς λείπει η ελευθερία […]  Ω! πόσον διαφέρομεν από τους προγόνους μας οι ταλαίπωροι! […] Η  λέξις «Πατρίς» ερέθιζε εις την ενθύμησιν τών προγόνων μας όλας τας ιδέας τών καλών της ελευθερίας και όλην την ευδαιμονίαν της ζωής των
Στη σημερινή εποχή η ιερή έννοια της πατρίδας (ίσως η  μόνη, για την οποία άξιζε ανέκαθεν να πολεμήσει κανείς)  έχει ευτελιστεί σε μια ιδεοληψία για όσους αρέσκονται να στριμώχνουν την πραγματικότητα σε απλοϊκά θρησκευτικά, ή εθνικιστικά σχήματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι αρχαίοι Έλληνες, που πολέμησαν για πραγματικά ιερά πράγματα, τα οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- αποδέχεται ως ιερά και ο σημερινός κόσμος, δέν το διατυμπάνισαν και δεν τα ιδεολογικοποίησαν ποτέ. Σε αντίθεση με τους ευρεσιτέχνες των διαφόρων ιδεολογιών του πολέμου.
Γι΄ αυτό ένας πολίτης, που θέλει να είναι πραγματικά τέτοιος, άν ποτέ κληθεί να πολεμήσει, είναι απαραίτητο να αναρωτηθεί ποιός και γιατί πραγματικά τού ζητά να το κάνει. Κι ας διεξάγει όπως μπορεί τον δικό του αντιιδεολογικό πόλεμο. Στην πράξη αυτό μόνο με έναν τρόπο μεταφράζεται: μετατροπή του ιδεολογικοποιημένου «εθνικού» πολέμου σε υλιστικό κοινωνικό, δηλαδή, κατά την απατηλή ορολογία του εθνοκράτους, σε «εμφύλιο», ή «ανταρσία» (ή στα αρχαία ελληνικά στάση). Δηλαδή ταυτόχρονος πόλεμος όσων θέλουν να λέγονται πολίτες, εναντίον, τόσο των «εξωτερικών» όσο και (κυρίως) των εσωτερικών εχθρών – εξουσιαστών της κοινωνίας. Μια σύρραξη με έναν «εξωτερικό» εχθρό, είναι πάντα μια καλή ευκαιρία να διευθετηθεί γρήγορα και εύκολα όλη η ανώμαλη κοινωνική κατάσταση, στην οποία ζούν αλαζονικά επαναπαυμένα τα κοινωνικώς κυρίαρχα παράσιτα. Έτσι οι νικητές του κοινωνικού πολέμου θα έχουν αποκτήσει μια πραγματική (και όχι ιδεολογική) πατρίδα για να υπερασπίσουν. Η θέση περί μετατροπής των «εθνικών» πολέμων σε κοινωνικούς αποτελεί μια μεγάλη συνεισφορά της κλασικής πολιτικής σκέψης, που εγκαινίασαν οι ελληνικές δημοκρατίες, διαμέσου της Γαλλικής Επανάστασης και του επαναστατικού σοσιαλισμού του 19ου αιώνα.
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Σημείωση
Το παραπάνω σχόλιο αποτελείται από αποσπάσματα
από το άρθρο: Η αθλιότητα της ιδεολογικοποίησης του πολέμου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα