Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επίκουρος

Επίκουρος

Επίκουρος
Γέννηση
341 π.Χ.
Σάμος
Θάνατος
270 π.Χ.
Αθήνα
Περιοχή
Ελληνική φιλοσοφία
Σχολή
Επικουρισμός
Ο Επίκουρος (αρχ. Ἐπίκουρος 341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, με το όνομα Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.
Βιογραφία
Ήταν Αθηναίος πολίτης, γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης. Ο πατέρας του, Αθηναίος πολίτης από τον δήμο Γαργηττού με καταγωγή από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών, συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου, όπου ο Επίκουρος ανατράφηκε ("Επίκουρος Νεοκλέους και Χαιρεστράτης, Αθηναίος, των δήμων Γαργήττιος, γένους του των Φιλαϊδών... κληρουχησάντων Αθηναίων την Σάμον εκείθι τραφήναι" - Διογένης Λαέρτιος 10,1). Ο Επίκουρος άρχισε να έρχεται από νωρίς σε έντονη επαφή με τη φιλοσοφία του Ναυσιφάνη στο γειτονικό νησί Τέως, γεγονός που τον απομάκρυνε από κάθε πλατωνική δοξασία και τον έστρεψε στις θεωρίες του Δημόκριτου. Σε ηλικία 18 ετών μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του δεν έχουν διασωθεί αρκετές πληροφορίες. Αργότερα, δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών και αγόρασε μια έκταση στην Αθήνα ανάμεσα στο Δύπιλον και την Ακαδημία [1], όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή - τον Κήπο του Επίκουρου.[2] Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο. Ο Επίκουρος πέθανε το 270 π.Χ., σε ηλικία 72 χρόνων.[3]
Η Επικούρεια Φιλοσοφία
Κατά την Ελληνιστική εποχή, την περίοδο δηλαδή που αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει συμβατικά με τη ναυμαχία στο Άκτιο, το 31 π.Χ., κυρίαρχη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατέχουν οι σχολές των Στωικών και των Επικούρειων, παράλληλα βέβαια με εκείνες των Πλατωνικών, Αριστοτελικών, Σκεπτικιστών, Κυνικών κ.α.
Ο Επίκουρος και η θεωρία του στρέφονται σε έναν ηθικολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας.[4] Στόχος του ήταν η αναζήτηση των αιτιών της ανθρώπινης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών που την προκαλούν, όπως για παράδειγμα η δεισιδαιμονία, ώστε να υπάρξει η αντιπρόταση για την προοπτική μιας ευχάριστης ζωής (ΖΗΝ ΗΔΕΩΣ), που για την επίτευξή της ο Επίκουρος προσέφερε ξεκάθαρες φιλοσοφικές συμβουλές. Το ζην ηδέως επιτυγχάνεται με την απουσία του πόνου και φόβου και με τη βίωση μιας ζωής αυτάρκους περιβαλλόμενης από φίλους.
Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Μια ηδονή, για τον Επίκουρο, είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία. Στο πλαίσιο της μετριοπαθούς μορφής του ηδονισμού, το κριτήριο επιλογής μεταξύ των ηδονών δεν είναι πλέον ποσοτικό, δηλαδή η έντασή τους, αλλά ποιοτικό. Ο Επίκουρος διακρίνει τις καταστηματικές από τις κατά κίνησιν ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι κατά κίνησιν ηδονές είναι δυναμικές ηδονές, με την έννοια ότι όταν καρποφορούν, κάποιος εκπληρώνει μια επιθυμία του που όσο δεν την ικανοποιούσε ένιωθε δυσφορία. Η ικανοποίηση της πείνας, λοιπόν, κατά το χρονικό διάστημα που συντελείται, είναι μια κατά κίνησιν ηδονή. Η κατάσταση της ηρεμίας που ακολουθεί όταν ο άνθρωπος πλέον έχει χορτάσει, κατά τον Επίκουρο, είναι μια καταστηματική μορφή ηδονής. Αν όμως παρασυρθεί, φάει κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και βαρυστομαχιάσει, θα έχει εκπληρώσει μια κατά κίνησιν ηδονή του, αλλά μη έχοντας αποκτήσει την καταστηματική ηδονή της ηρεμίας και της γαλήνης θα είναι δυστυχισμένος.[5]
Βασικές αρχές της διδασκαλίας του είναι οι εξής: - με τον θάνατο έρχεται το τέλος όχι μόνο του σώματος αλλά και της ψυχής - οι θεοί δεν επιβραβεύουν ή τιμωρούν τους ανθρώπους - το σύμπαν είναι άπειρο και αιώνιο - τα γενόμενα στον κόσμο συμβαίνουν τελικά, με βάση τις κινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων που διακινούνται στον κενό χώρο
Γνωστή είναι η τετραφάρμακος, δηλαδή οι τέσσερις "αρχές" που πρόβαλλε ο Επίκουρος:
Άφοβον ο θεός,
ανύποπτον ο θάνατος•
και ταγαθόν μεν εύκτητον,
το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον.
Φιλόδημος, Προς σοφιστάς, IV 10-14[6]
και σε νεοελληνική απόδoση:
Ο θεός δεν είναι για φόβο (διότι η θεϊκή δύναμη δεν απειλεί εκ φύσεως),
ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία (διότι δεν υπάρχει μετά θάνατο ζωή)
και το καλό (ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε) εύκολα αποκτιέται,
το δε κακό αντέχεται (ό,τι μας κάνει να υποφέρουμε, εύκολα μπορούμε να το υπομείνουμε).
Η αντιδικία με τους στωικούς
Όλοι οι μαθητές και φίλοι του Επίκουρου, αποτελούσαν σύλλογο με αρχηγό τον Επίκουρο, όμοιο μ΄εκείνον των Πυθαγορείων, συνδέονταν με στενή φιλία μεταξύ τους χωρίς όμως, να έχουν κοινοκτημοσύνη, την οποία ο Επίκουρος δεν θεωρούσε αναγκαία, διότι κατά τη γνώμη του δήλωνε απιστία μάλλον παρά πίστη μεταξύ φίλων. Σ΄αυτό το σύλλογο δεν συμμετείχαν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, όπως η Θεμίστα, η σύζυγος του Λεοντέα, που ήταν ερωμένη του Μητροδώρου πράγμα που τότε δεν ερχόταν σε αντίθεση με την ηθική αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή, όμως, η χαρούμενη σχέση του Επίκουρου και των φίλων του με εταίρες, η διδασκαλία του περί ηδονής, που παρανοήθηκε ή διαστρεβλώθηκε επίτηδες από μερικούς, καθώς και η καταφρόνηση που έδειχνε ο Επίκουρος και οι μαθητές του για τους σύγχρονους αλλά και και τους προγενέστερους φιλοσόφους, έδωσαν αφορμή, ιδιαίτερα στους στωικούς, να διαβάλουν τόσο τον ίδιο όσο και τη φιλοσοφία του με τον χειρότερο τρόπο.[7]
Την ηθική των Επικουρείων κατηγόρησε αργότερα και ο Πλούταρχος στα συγγράμματά του Προς Κολώτην και ότι ουδέ ζην έστιν ηδέως κατ΄ Επίκουρον.
Η ακεραιότητα του Επίκουρου
Ο βιογράφος του Επίκουρου, Διογένης Λαέρτιος, για να αποδείξει την ακεραιότητα και την αρετή του παραθέτει τις εξής αποδείξεις [Ι 9 κ.ε.]:[8]
  • Ότι η πατρίδα του αναγνώρισε τις ευεργεσίες του και τον τίμησε με χάλκινες εικόνες.
  • Το πλήθος των μαθητών του ήταν τεράστιο κι όσοι έρχονταν σ΄ αυτόν έμειναν γοητευμένοι και δεν τον πρόδιδαν ποτέ, εκτός μόνο από τον Μητρόδωρο τον Στρατονίκη, ο οποίος τάχα δεν άντεξε την υπεροχή του Επίκουρου και μεταπήδησε στη σχολή του Καρνεάδη.[9]
  • Η ίδια η ηθική διδασκαλία του Επίκουρου αντιμάχεται τις κατηγορίες των αντιπάλων, καθώς και η διαθήκη του, την οποία ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει ολόκληρη. Απ΄αυτή φαίνεται η ευσέβεια του Επίκουρου προς τους θεούς, η ευγνωμοσύνη προ τους γονείς του, οι ευεργεσίες προς τους αδελφούς του, η φιλανθρωπία του προς τους φίλους και τα παιδιά του, καθώς και η ημερότητά του προς τους δούλους του, από τους οποίους έναν, τον Μυ, με τον οποίον φιλοσοφούσαν μαζί, τον απελευθέρωσε.
Η φυσιοκρατική θεωρία των Επικουρείων και η θεοκρατική διδασκαλία
Ο Επίκουρος και οι οπαδοί του παρουσιάστηκαν από τους χριστιανούς λόγιους ως κήρυκες και υποδείγματα ακολασίας και με τη σημασία αυτή διατηρήθηκε ο όρος επικουρισμός κατά τον Μεσαίωνα. Όμως, κατά τον 17ο αι. ο Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος Πιερ Γκασέντ  προσέγγισε με άλλη ματιά τον επικουρισμό, προσπαθώντας να συνδυάσει τη φυσιοκρατική θεωρία των Επικουρείων με τη θεοκρατική διδασκαλία του χριστιανισμού. Η αντίθεση μεταξύ επικουρισμού και στωικισμού στο θέμα της θείας πρόνοιας, καθώς ο Επίκουρος αρνήθηκε κάθε θεία παρέμβαση στον κόσμο και κάθε τελολογική ερμηνεία, έδωσε αφορμή για την ανάπτυξη οξείας αντιδικίας εκείνη την εποχή. Ωστόσο, στους νεότερους χρόνους, η προσεκτική μελέτη των κειμένων και η επιστημονική αξιολόγηση αναζήτησαν και απέδωσαν στον επικουρισμό την πραγματική του θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας.
 *************************

Ο Επίκουρος, ο Θεός η φιλοσοφία και ο άνθρωπος

      
Ένα μικρό δείγμα της Φιλοσοφίας του Επίκουρου, μέσα από το αρχαίο κείμενο του Διογένη Λαερτίου.
Ας γνωρίσουμε σήμερα ένα μικρό δείγμα της Φιλοσοφίας του Επίκουρου, μέσα από το αρχαίο κείμενο του Διογένη Λαερτίου.
Στην παράγραφο 122 διασώζεται μία επιστολή που ο ίδιος ο Επίκουρος έστειλε σε έναν μαθητή του, τον Μενοικέα, στην οποία του εφιστά την προσοχή σε κάποια βαικά σημεία της διδασκαλίας του.

 Η επιστολή είναι η εξής:

"Ἐπίκουρος Μενοικεῖ χαίρειν.
Ο Επίκουρος στέλνει χαιρετίσματα στον Μενοικέα.
 122 "Μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν,
Ούτε όταν είναι κανείς νέος θα έπρεπε να αποφεύγει την φιλοσοφία,
μήτε γέρων ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν·
αλλά ούτε και όταν γεράσει θα έπρεπε να θεωρήσει ότι κουράστηκε από την φιλοσοφία.
οὔτε γὰρ ἄωρος οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον.
Καθότι ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί κάποιος άγουρος αλλά ούτε και «υπερώριμος» σε όποιο θέμα αφορά στην ψυχική μας υγεία.
 ὁ δὲ λέγων ἢ μήπω τοῦ φιλοσοφεῖν ὑπάρχειν ὥραν
Αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα του για να ασχοληθεί με την φιλοσοφία,
 ἢ παρεληλυθέναι τὴν ὥραν
όπως και αυτός που ισχυρίζεται ότι πέρασαν τα χρόνια του για να ασχολείται με την φιλοσοφία,
 ὅμοιός ἐστι τῷ λέγοντι πρὸς εὐδαιμονίαν ἢ μὴ παρεῖναι τὴν ὥραν ἢ μηκέτι εἶναι.
μοιάζει με αυτόν που λέει ότι όσον αφορά το θέμα της ευτυχίας του, ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα για να ευτυχίσει ή ότι έχει περάσει πια η ώρα αυτή.
 ὥστε φιλοσοφητέον καὶ νέῳ καὶ γέροντι,
Θα έπρεπε λοιπόν να ασχολούνται με την φιλοσοφία τόσο οι νέοι όσο και οι γέροι,
 τῷ μὲν ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς διὰ τὴν χάριν τῶν γεγονότων,
και όσον αφορά στους νέους, θα πρέπει να μεγαλώνουν σε ηλικία χωρίς να χάνουν την νεανική τους όρεξη για την απόκτηση των αγαθών τα οποία προκαλούν στη ζωή τους, ευχάριστα γεγονότα.
τῷ δ' ὅπως νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων.
Οι δε ηλικιωμένοι θα πρέπει να διατηρούν συγχρόνως και αυτήν την νεανική όρεξη, ώστε να μην τους προκαλούν φόβο αυτά που πρόκειται να τους συμβούν στο μέλλον. (θάνατος)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν,
Πρέπει λοιπόν να μελετήσουμε όλα αυτά που μπορούν να μας φέρουν την ευδαιμονία (τον ευτυχή τρόπο ζωής),
εἴ περ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν,
γιατί όταν ακολουθούμε αυτόν τον τρόπο ζωής, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε τα πάντα.
 ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν.
Αντιθέτως, όταν μας λείπει αυτός ο τρόπος ζωής, θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να τον επιτύχουμε.
 123 "Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον,
Και αυτά που σου δίδασκα τόσα χρόνια συνεχώς,
ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα,
αυτά να κάνεις πράξη και με αυτά να ασχολείσαι.
 στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων.
Να θεωρείς ότι αυτά είναι η βάση της ευτυχισμένης ζωής.
 πρῶτον μὲν τὸν θεὸν ζῷον ἄφθαρτον καὶ μακάριον νομίζων,
Καταρχήν λοιπόν να θεωρείς τον Θεό ότι είναι κάποιο ον το οποίο είναι άφθαρτο και ευτυχισμένο,
 ὡς ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις ὑπεγράφη,
όπως είναι και η κοινή αντίληψη που έχουν οι περισσότεροι για τον Θεό.
 μηθὲν μήτε τῆς ἀφθαρσίας ἀλλότριον μήτε τῆς μακαριότητος ἀνοίκειον αὐτῷ πρόσαπτε·
Δεν πρέπει να προσάπτεις στον Θεό καμμία ιδιότητα, η οποία δεν έχει σχέση με την αφθαρσία του και δεν ταιριάζει με τον ευτυχισμένο τρόπο ζωή του.
 πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον τὴν μετὰ ἀφθαρσίας μακαριότητα περὶ αὐτὸν δόξαζε.
Με κάθε τρόπο θα πρέπει να διαφυλάττεις κάθε αντίληψη που θα προστατεύει αυτόν τον ευτυχισμένο τρόπο ζωής του μέσα στην αφθαρσία.
 θεοὶ μὲν γὰρ εἰσίν·
Διότι οι θεοί είναι υπαρκτοί.
 ἐναργὴς γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἡ γνῶσις. Και η αντίληψη που έχουμε για αυτούς είναι ξεκάθαρη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα