Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εμπεδοκλής “Ο Θεός είναι ένας κύκλος που το κέντρο του είναι παντού και η περιφέρειά του πουθενά.”

Ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (495 π.Χ. - 435 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας πυθαγόρειος φιλόσοφος, ένας από τους σπουδαιότερους αντιπροσώπους της προσωκρατικής ελληνικής φιλοσοφίας, φυσικός, μηχανικός, εφευρέτης, ιατρός, μουσικός και ποιητής.
Ο βίος του είναι γεμάτος με απόκρυφες ιστορίες και θαύματα που αγγίζουν τα όρια του μύθου. Στο πρόσωπο του οι Ακραγαντίνοι δεν έβλεπαν μόνο έναν μεγάλο φιλόσοφο αλλά και έναν άξιο πολιτικό, ιατρό, μάντη, μάγο και ποιητή. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς αναφέρει γι' αυτόν ότι εμφανιζόταν παντού και ασκούσε την περίφημη χάρη του, δραστήριος πολιτικός, τολμηρός φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλεπήβολος μηχανικός, πανεπιστήμων ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μάγος, κύριος όλων των ειδών του λόγου, ευρετής της ρητορικής, όπως τον αποκαλεί ο Αριστοτέλης, ραψωδός, υμνωδός, όπως ο ίδιος αποκαλεί τους ποιητές, ιερέας, προφήτης. Τονίζει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, ότι θεραπεύει τις ασθένειες και τα γηρατειά, ότι επαναφέρει νεκρούς στη ζωή, και ότι όλοι τον τιμούν ως θεός. Κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις οι άνθρωποι τον περιστοιχίζουν και ζητούν τη βοήθειά του, του ζητούν να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένεια και τον προκαλούν για προφητείες.
Η ζωή του υπήρξε αντικείμενο πολλών μυθοπλασιών και, σύμφωνα με και πέρασε διαδοχικά από σώμα ζώου, φυτού και ανθρώπου, τις δοξασίες του περί μετενσάρκωσης, ήταν κι ο ίδιος, όπως δηλώνει, δαίμονας που έπεσε σε βαρύ αμάρτημα, ξέπεσε από τη θεϊκή φύση του περιπλανώμενος στο σύμπαν, προορισμένος όμως, αργά ή γρήγορα να ξαναπάρει την αρχική του φύση.
Μεταξύ των παραδόσεων που αφηγείται ο Διογένης Λαέρτιος για τον θάνατο του Εμπεδοκλή (Βίοι Φιλοσόφων, Η΄ 69-72), είναι ότι αναλήφθηκε στον ουρανό αποθεωθείς, καθώς και ότι ρίχτηκε στον κρατήρα της Αίτνας.
Η ουσία του σύμπαντος νοείται από τον Εμπεδοκλή σε μια δίχως τέλος μεταλλαγή καταστάσεων από το ένα στα πολλά και από τα πολλά στο ένα.

Αξιόλογη είναι η θεωρία για τη γένεση των οργανικών όντων, η οποία αναπτύσσεται με βασικό άξονα την εξέλιξη, γεγονός που έκανε τον αρχαίο στοχαστή να θεωρείται πρόδρομος του Δαρβίνου.
Η εξελικτική αυτή θεωρία αποτελείται από τέσσερα στάδια: στο πρώτο η γη γεννά τα οργανικά μέλη του σώματος των ζώων διαχωρισμένα, στη δεύτερη τα μεμονωμένα οργανικά μέλη συνενώνονται σε τερατώδεις μορφές, στην τρίτη οι τερατώδεις μορφές που προέκυψαν δεν κατορθώνουν να επιβιώσουν και παραχωρούν τη θέση τους σε νέους τύπους ζώων που έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν τη ζωή τους, στην τέταρτη περίοδο γεννιούνται τα οργανικά όντα, όχι από τη γη αλλά το ένα από το άλλο.
Παράλληλα όμως με αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα που γνώρισε ο Εμπεδοκλής, οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία στα μυστικιστικά ρεύματα και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διόνυσου. Τη λατρεία αυτή καλλιεργούσαν κυρίως ορισμένοι πλάνητες μυστικιστές, που εξόρκιζαν αρρώστους, μιλούσαν με χρησμούς και συνέτασσαν Καθαρμούς. Οι παραδόσεις αυτές παρείχαν ενδεχομένως στον Εμπεδοκλή τα στοιχεία για τη διάπλαση του προσώπου με το οποίο μας εμφανίζεται μέσα στα έργα του: προφήτης και θαυματουργός. Μάγος, αυτός, μεταξύ θνητών, απευθύνεται στους συμπολίτες του, στην αρχή των δικών του Καθαρμών, με τον εξής τρόπο:
...Αθάνατος εγώ κι όμοιος θεός πλανιέμαι,

κι όχι θνητός, ανάμεσα σε σας και τιμημένος

περιζωσμένος με ταινίες κι ολάνθιστα στεφάνια.


Ο μάγος αυτός, διακατεχόμενος από το θείο, μεταδίδει στους ανθρώπους το μήνυμα που αυτό του έχει εμφυσήσει· έχει τη δύναμη να θεραπεύει όσους υποφέρουν και να διδάσκει το δρόμο του πλούτου. Το ποίημά του Περί φύσεως ξεκινά με μια επίκληση που μας φέρνει βέβαια αμέσως στο νου την εισαγωγή του ποιήματος του Παρμενίδη:

Αλλά την τρέλα τους, θεοί, απ' τη γλώσσα μου αποδιώχτε

κι από άγια στόματα πηγή καθάρια αναβρύστε.

Και σένα, Μούσα ασπρόχερη και δοξαστή Παρθένα

παρακαλώ σε, όσο βολεί οι εφήμεροι ν’ ακούνε

απ’ της ευσέβειας τη γη καλόδηγο άρμα στείλε (απ. 3).



Ο μάγος αποκαλύπτει, λοιπόν, μιαν αλήθεια, προερχόμενη από τη θεότητα, της οποίας ο ίδιος δεν είναι παρά το υποχείριο (βλ. απ. 23). Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε πως αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα, γιατί «το θεό να φτάσεις δε μπορείς με τα δικά μας μάτια κι ούτε να πιάσεις με τα χέρια σου, που ο πιο μεγάλος δρόμος της πειθούς τυχαίνει στα φρένα των ανθρώπων». Ο ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής παρουσιάζεται φυγάς θεόθεν και αλήτης (απ. 115), ανήκει λοιπόν κι αυτός στους καταδικασμένους να περιπλανώνται χρόνια ατέλειωτα. Αυτή ωστόσο η εξορία του φιλοσόφου συνίσταται σε συνεχείς διαδοχικές μετενσαρκώσεις: χάρη σ’ αυτές τις ποικίλες μεταναστεύσεις από ύπαρξη σε ύπαρξη καταφέρνει και γνωρίζει ολόκληρο τον κύκλο των όντων. Γιατί ο Εμπεδοκλής μας λέει ότι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του: «Γιατί ήμουν εγώ κάποτες αγόρι και κορίτσι, πουλί και θάμνος και βουβό μέσα στο κύμα ψάρι»(απ. 117). Βυθίστηκε, με άλλα λόγια, βαθιά μέσα στο μείγμα απ’ όπου τα πάντα, κι ο άνθρωπος ακόμα, γεννιούνται (απ. 9). Περνώντας από τη μια ζωή στην άλλη, ο Εμπεδοκλής κατόρθωσε να αφομοιώσει το μυστικό της πολλαπλότητας των δυνάμεων που συγκροτούν ή αποδιαρθρώνουν τα στοιχεία.
Γι’ αυτό κι ο Εμπεδοκλής διακήρυσσε πως κατέχει μια δύναμη υπεράνθρωπη, σε σημείο που να μπορεί να προστάζει και το θάνατο ακόμα- ο ίδιος, άλλωστε, δεν λέει άραγε ότι:
Φάρμακα όσα έχουν βρεθεί για τα κακά θα μάθεις

και για τα γηρατειά, τι όλα θα πω σε σένα μόνο

και των ακούραστων ανέμων την ορμή θα πάψεις,

που πα στη γη φυσώντας τα χωράφια τα ρημάζουν

και πάλι σα θελήσεις τους ανέμους ξαναφέρνεις

κι από θολή βροχή καλοκαιρίσια φτιάχνεις ξέρα

για τους ανθρώπους κι από ξέρα δεντροθρόφες πάλι

πνοές θα πλάσεις, που αναβλύζουν από τον αιθέρα.

Και τη ζωή θα φέρεις απ' τον Άδη πεθαμένου (απ. 111);

                             *
Παν το αιτιατόν και μένει εν τη αυτού αιτία και πρόεισιν απ' αυτής και επιστρέφει προς αυτήν.


ει γαρ μένοι μόνον, ουδέν διοίσει της αιτίας, αδιάκριτον όν ' άμα γαρ διακρίσει πρόοδος. ει δε προίοι μόνον, ασύναπτον έσται προς αυτήν και ασυμπαθές, μηδαμή τη αιτία κοινωνούν. ει δε επιστρέφοιτο μόνον, πως το μη την ουσίαν απ' αυτής έχον κατ' ουσίαν ποιείται την προς το αλλότριον επιστροφήν; ει δε μένοι μεν και προίοι, μη επιστρέφοιτο δε, πως η κατά φύσιν όρεξις εκάστω προς το ευ και το αγαθόν και η επί το γεννήσαν ανάτασις; ει δε προίοι μεν και επιστρέφοιτο, μη μένοι δε, πως αποστάν μεν της αιτίας συνάπτεσθαι σπεύδει προς αυτήν, ασύναπτον δε ην προ της αποστάσεως; ει γαρ συνήπτο, κατ' εκείνο πάντως έμενεν. ει δε μένοι και επιστρέφοιτο, μη προέρχοιτο δε, πως το μη διακριθέν επιστρέφειν δυνατόν; το γαρ επιστρέφον παν αναλύοντι έοικεν εις εκείνο, αφ' ου διήρηται κατ' ουσίαν.
ανάγκη δε ή μένειν μόνον ή επιστρέφειν μόνον ή προιέναι μόνον ή συνδείν τα άκρα μετ' αλλήλων ή το μεταξύ μεθ' εκατέρου των άκρων ή τα σύμπαντα. λείπεται άρα και μένειν παν εν τω αιτίω και προιέναι απ' αυτού και επιστρέφειν προς αυτό.

Απόδοση: Κάθε αιτιατό και μένει στην αιτία του και βγαίνει από αυτήν και επιστρέφει σε αυτήν.

Γιατί, αν μένει μόνο, δεν θα διαφέρει καθόλου από την αιτία, καθώς θα είναι αδιαχώριστο από αυτήν. Άν, πάλι, βγαίνει μόνο, θα είναι ασύνδετο και ανομοιοπαθές ως προς αυτήν, καθώς δε θα επικοινωνεί καθόλου με την αιτία. Άν επιστρέφει μόνο, πως αυτό που δεν έχει την ουσία του να προέρχεται από αυτήν, θα πραγματοποιεί με την ουσία του την επιστροφή προς το ξένο; Άν μένει και βγαίνει, αλλά δεν επιστρέφει, πως εξηγείται η φυσιολογική επιθυμία καθενός για την καλή του κατάσταση και για το Αγαθό, καθώς και η άνοδος προς το γεννητικό αίτιο; Άν βγαίνει και επιστρέφει, αλλά δεν μένει, πως, όταν απομακρύνθηκε από την αιτία, σπεύδει να συνδεθεί μαζί της, ενώ ήταν ασύνδετο πριν από την απομάκρυνση; Γιατί, αν ήταν συνδεδεμένο , οπωσδήποτε θα έμενε σε εκείνη. Αν, πάλι, μένει και επιστρέφει, αλλά δεν βγαίνει, πως είναι δυνατόν να επιστρέφει αυτό που δεν αποσπάστηκε; Γιατί κάθετι που επιστρέφει μοιάζει με κάτι που αναλύεται σε εκείνο από το οποίο έχει αποσπαστεί ως προς την ουσία του.
Είναι ανάγκη, μάλιστα, είτε να μένει μόνο είτε να επιστρέφει μόνο είτε να βγαίνει μόνο είτε να συνδυάζει τα άκρα μεταξύ τους είτε το ενδιάμεσο μαζί με καθένα από τα δύο άκρα είτε όλα μαζί. Άρα απομένει τα πάντα να μένουν στο αίτιο και να βγαίνουν από αυτό και να επιστρέφουν προς αυτό.''



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα