Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός Κοραής Αδαμαντίος |



του Αδαμαντίου Κοραή

Τα πρόσωπα του Διαλόγου: Φώτιος, Καλλίμαχος

Φ. Σ' ερώτησα και άλλοτε, και δεν ηθέλησες ποτέ να με φανερώσης καθαρά την γνώμην σου.
Κ. Περί τίνος;
Φ. Περί του εις την Ιερουσαλήμ θαυματουργουμένου αγίου φωτός.
Κ. Άγιον φως άλλο εν γνωρίζω παρά το «Φως εκ φωτός», θείον αληθινόν εκ θεού αληθινού» ως το μαρτυρεί το Σύμβολον της πίστεως.
Φ. Ουδ' εγώ αμφιβάλλω περί τούτου. Αλλ' εις τούτου του Φωτός τον τάφον, ας πιστεύσωμεν τους αγιοταφίτας, και τους επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ προσκυνητάς, φαίνεται κατ' έτος άλλο φως υλικόν, εκ του οποίου ανάπτουν οι προσκυνηταί τας λαμπάδας των.
Κ. Τρόπους και μέσα να φωτίζωσι το σκότος ευρήκασιν οι άνθρωποι πολλά, και η πρόοδος της φυσικής επιστήμης τους εδίδαξε πλειότερα. Εις τα φωτισμένα της Ευρώπης έθνη σήμερον, το πλέον ασθενές παιδάριον, η πλέον χυδαία γυνή, ανάπτουν φως, εις ροπήν οφθαλμού, με τα γνωστά φωσφορικά πυρεία (briquets phosphoriques)
Φ. Τα γνωρίζω.
Κ. Με κανένα τρόπον παρόμοιον πιθανόν ότι ανάπτει τις πρώτον επάνω του αγίου τάφου την λαμπάδαν του, κ' έπειτ' απ' αυτήν οι λοιποί τας ιδικάς των.
Φ. Όχι με τούτους τους γνωστούς τρόπους, αλλ' εξ ουρανού, λέγουν, καταβαίνει το Φως.
Κ. Εξ ουρανού ψευδοκαταίβατα φώτα, μας εφύλαξεν η ιστορία πολλά. Ενθυμάσαι βέβαια, τι λέγει ο Παυσανίας περί των ναών της Λυδίας, όπου οι Ιερείς άναπταν τα ξύλα δια τας θυσίας με πυρ αόρατον.
Τοιούτον τι εγίνετο εις την Εγνατίαν, πόλιν Ιταλικήν. Τοιούτον εις την Μακεδονίαν εις τον ιερόν του Διονύσου. Τοιούτον ακόμη εις την νήσον Τήνον, και εις όχι ολίγας πόλεις της Ασίας και της Ευρώπης. Ταύτα ήσαν τα προ Χριστού. Αν θέλης νεώτερα, ανάγνωσε τον Ζώσιμον, συγγραφέα της πέμπτης μετά Χριστόν εκατονταετηρίδος.
Φ. Τον ανέγνωσα αλλά δεν ενθυμούμαι τι λέγει.
Κ. Ιστορεί με μεγάλην ευλάβειαν (ως εθνικός) το φαινόμενον κατά την εορτήν της Αφροδίτης εις τον αέρα φως, ποτέ μεν σφαιροειδές, ποτέ δε εις σχήμα λαμπάδος, και τον άπειρον χρυσόν και αργυρόν, όσον εθησαύριζαν οι ιερείς δι' αυτό.
Φ. Πού και πότε;
Κ. Σε είπα, κατά την πέμπτην εκατονταετηρίδα. Ο δε τόπος ήτον εις την Συρίαν, εις αυτό της Αφροδίτης το ιερόν, πλησίον της Ηλιουπόλεως. Εις την εορτήν ταύτης της θεάς εθαυματουργείτο το θαύμα.
Φ. Αλλ' εκείνα ήσαν μηχανουργήματα λαοπλάνων ιερέων εθνικών. Εγώ λαλώ περί χριστιανών.
Κ. Με λέγεις λοιπόν θαύμα εθνικόν ενεργούμενον από χριστιανούς, ήγουν πράγμα αδύναμον.
Φ. Δεν πιστεύεις λοιπόν τα θαύματα!
Κ. Δεν ηπίστησα ποτέ εις τα αληθινά θαύματα, αλλά βλέπεις ότι έγιναν πολλάκις, κ' ενδεχόμενον να γίνωνται ακόμη, από μη Χριστιανούς, και ψευδοθαύματα. Τι παράδοξον, ανευρέθησαν και μεταξύ Χριστιανών τοιούτοι θαυματουργοί.
Κ. Τι ονομάζεις θαύμα;
Φ. Έργον της παντοδυναμίας του θεού εναντίον των νόμων της φύσεως;
Κ. Είναι λοιπόν το θαύμα αταξία της φύσεως; Τις εδιάταξε την φύσιν; Τις έδωσε νόμους σταθερούς εις αυτήν, οποίους βλέπομεν καθημέραν απαραβάτους, εις ζώα, εις φυτά, εις ορυκτά, ήλιον, σελήνην, αστέρας, εις ένα λόγο εις τον ουρανόν και την γην;
Φ. Η άπειρος δύναμις και σοφία του δημιουργού της φύσεως.
Κ.: Από την άπειρον λοιπόν ταύτην σοφίαν του τεχνίτου συμπεραίνεται, ότι θαύματα ή δεν έπρεπε να γίνωνται ολότελα, ή να συμβαίνωσι σπανιότατα και διά μεγάλας ανάγκας. Έν από τα απαραιτήτως απαιτούμενα εις την έννοιαν του θάυματος είναι η σπανιότης· θαύμα ενεργούμενον συχνά, δεν είναι πλέον θαύμα· και όστις το πιστεύει, κατηγορεί ατεχνίαν του Δημιουργού, ότι δεν εδυνήθη να δημιουργήσει κόσμον τέλειον, ουδέ να δώση νόμους εις αυτόν τοθιούτους, οποίοι να μη ταράσσωνται, μηδέ να ατακτώσι καθημέραν. Η τι ήθελες ονομάσειν, παραδείγματος χάριν, ωρολογάν, του οποίου τα ωρολόγια, αντί να γυρίζωνται μιαν φοράν καθημέραν, δια να κινώνται αδιακόπως εικοσιτέσσαρας ώρας είχαν χρείαν να γυρίζωνται πάσαν ώραν; Τεχνικός σε φαίνεται τοιούτος ωρολογάς;
Φ. Ουδ' ωρολογάν όλως ήθελα τον ονομάσειν.
Κ. Πόσον μάλλον λοιπόν ο πάνσοφος της φύσεως αρχιτέκτων, ο Αριστοτέχνης θεός, ως τον ονομάζει ο Πίνδαρος […].
Κ. Ο Επίσκοπος της Νύσσης Γρηγόριος, αδελφός του μεγάλου Βασιλείου, γράφει επιστολήν προς φίλον, όστις τον ηρώτησε, αν χρεωστή ο χριστιανός να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα..
Φ. Λέγε με, επειδή δεν ενθυμούμαι καλά την επιστολήν. Τι απεκρίθη ο Γρηγόριος εις τον ερωτήσαντα φίλον του; Τούτο επιθυμώ να μάθω.
Κ. Τον παραγγέλλει όχι μόνον να μην υπάγη αυτός, αλλά να συμβουλεύη και τους άλλους να απέχωσιν από το ταξείδιον της Ιερουσαλήμ, ως πλειοτέρας βλάβης παρά ψυχικής ωφελείας πρόξενον, δια τα εκεί συμβαίνοντα τότε πολλά άτοπα…
Φ. Τα οποία σήμερον είναι και πλειότερα και χειρότερα.
Κ. Εις όλην ταύτην την επιστολήν λαλεί περί άλλων σημείων της εκεί παρουσίας του Χριστού, ενεργηθέντων εις τον καιρόν των Αποστόλων, περί δε του αγίου φωτός δεν λέγει τίποτε. Πώς σε φαίνεται τούτο;
Φ. Παράξενον. […]
Φ. Πότε λοιπόν ήρχισε να φαίνεται ως εις τον τάφον του Χριστού;
Κ. Κατά την ενάτην εκατονταετηρίδα.
Φ. Τις πρώτος από τους αγιοταφίτας το ωνόμασε;
Κ. Δεν ήτον αγιοταφίτης αλλ' ένας από της Δυτικής Εκκλησίας τους Μοναχούς.
Φ. Α! Α! Α!
Κ. Εις τι απορείς, και τι θαυμάζεις;
Φ. Μ' έκαμες να υποπτεύωμαι, μη μας έπλασαν το θαύμα οι Δυτικοί, επειδή και πρώτοι το ωνόμασαν.
Κ. Ωνομάζετο Βερνάρδος, Γάλλος το γένος, Μοχανός του τάγματος των Βενεδικτείων, από το περίφημον Μοναστήριον του όρους αγίου Μιχαήλ. Κατά το 870 έτος υπήγεν εις την Ιερουσαλήμ (ότε η Ιερουσαλήμ είχε περάση εις των Σαρακηνών τας χείρας), εις προσκύνησιν του αγίου τάφου. Εκείθεν επιστρέφων ο Βερνάρδος ούτος, εδιηγήθη και το θαύμα του αγίου φωτός, ως μάρτυς αυτόπτης, και ως ενεργούμενον συνήθως κατ' έτος, το μέγα σάββατον.
Κ […] Πιστεύης, όταν φθαρή το λογικόν εις αυτά του τα γεννήματα, τους λόγους, ότι του μένει πλέον δύναμις να διακρίνη τα υπέρ λόγον της θρησκείας θαύματα από τα πλάσματα των λαοπλάνων; Εξέτασε την ιστορίαν· αι θρησκευτικαί δόξαι των εθνών κολούθησαν πάντοτε την αύξησιν ή την ελάττωσιν της λογικής των παιδείας. Όπου βλέπεις βάρβαρον έθνος, συμπέρανε ότι δεν έχει θρησκείαν αληθή, ή την εμόλυνε με μύθους όπου βλέπεις θρησκείαν μολυσμένην, συμπέρανε, ότι και η βαρβαρότης των πιστευόντων είναι ανάλογος του μολυσμού, ολίγη, αν ο μολυσμός περιορίζεται εις ολίγα τινά, πολλή, αν εκείνος αμαυρώση την θρησκείαν ολότελα.
Φ. Του βαρβάρου έθνους βάρβαροι πρέπει λοιπόν να ήναι και οι ιερείς.
Κ. Τούτο εννοούσα κ' εγώ λέγων, ότι εις τον καιρόν των Γρηγορίων και των Χρυσοστόμων ουτ' ήτον, ούτ' ηδύνατο να πλασθή άγιος φως. Πότε επρωτοπλάσθη;
Φ. Την ενάτην εκατονταετηρίδα ήλεγες.
Κ. Ήγουν, ότι το σκότος της απαιδευσίας επαχύνετο επιπλέον. Ποίοι το επρωτόπλασαν;
Φ. Οι Δυτικοί χριστιανοί, έλεγες.
Κ. Οι ασυγκρίτως δηλαδή βαρβαρώτεροι παρά τους τότε Ανατολικούς. Πότε επέρασεν από τας χείρας των Δυτικών εις τους Ανατολικούς;
Φ. Την δωδεκάτην εκατονταετηρίδα, είπες.
Κ. Ότε δηλαδή η βαρβαρότης των Ανατολικών ολίγον εδιέφερεν από την βαρβαρότητα των Δυτικών.

Το έργο περιλαμβάνεται στον τρίτο τόμο των «Ατάκτων, ήγουν παντοδαπών εις την αρχαία και την νέαν ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων» του Α. Κοραή Παρίσι, 1830, σ. 327-417. Ολόκληρο μπορείτε να το διαβάσετε (και να το κατεβάσετε) από την πολύτιμη «Ανέμη» του Πανεπιστημίου Κρήτης http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/0/1/a/metadata-39-0000424.tkl

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα