Ο ρόλος των ΜΜΕ ως διαμορφωτής της κοινής γνώμης αλλά και ως εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης, αποδυναμώνεται σε όλη την Ευρώπη. Το σίγουρο είναι ότι οι εκδότες πλέον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την πτώση των εσόδων από την κυκλοφορία και τη διαφήμιση, αλλά την έντονη αμφισβήτηση του ρόλου τους και κυρίως της αξιοπιστίας τους. Σίγουρα οι ´Ελληνες μηντιάρχες δεν θα πρέπει να αισθάνονται μοναδικοί, καθώς η πρόσφατη εκλογή του Jeremy Corbyn ως επικεφαλής των βρετανών εργατικών, ήταν η επιτομή της αμφισβήτησης του ρόλου των media από το κοινό τους. Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές, η εκλογή του βρετανού πολιτικού στο τιμόνι των Εργατικών αποδίδεται στο λυσσώδη αγώνα εναντίον του, των περισσότερων συστημικών ΜΜΕ της χώρας του. Όπως λένε δεν είχε υπάρξει παρόμοια αντίδραση των μέσων ενημέρωσης του Λονδίνου εναντίον του Jeremy Corbyn. Ακόμα και η υστερία για τη Σκοτσέζικη ανεξαρτησία ή η φοβερή κριτική εναντίον του Neil Kinnock στη δεκαετία του '90, ωχριά εμπρός στον πόλεμο των ΜΜΕ εναντίον του.
Η αμείλικτη εκστρατεία δυσφήμισης φαίνεται ότι τελικά είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Αντί να τον εξασθενήσει, φάνηκε ότι τον ενίσχυσε χαρίζοντάς του την ηγεσία.
Όπως λένε έγκυροι αναλυτές, η Fleet Street δεν έχει πλέον την εξουσία να επηρεάσει αποφασιστικά τις εκλογές. Πρόκειται για μία νέα πραγματικότητα, η οποία θα ήταν αδιανόητη μερικά χρόνια πρίν, όταν ο Τόνι Μπλερ για να κατακτήσει την ηγεσία των Εργατικών ήλθε σε συμφωνία με τον Rupert Murdoch για να έχει τη στήριξη των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών που ήλεγχε.
Αντίθετα, ο Jeremy Corbyn προτίμησε εναλλακτικά ΜΜΕ όπως το Al Jazeera και το Press TV. Για κάποιους ήταν συνειδητή επιλογή. Άλλοι όμως τη χαρακτηρίζουν λύση ανάγκης, καθώς όλα τα συστημικά media του είχαν σφραγίσει ερμητικά τις πόρτες στηρίζοντας των άλλους υποψηφίους.
Το σίγουρο είναι ότι στην Ευρώπη πλέον όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμου αμφισβητεί όχι μόνο τα παραδοσιακά κόμματα, αλλά και τους παραδοσιακους μηχανισμούς διαχείρισης της εξουσίας και του Τύπου. Αψευδής μάρτυρας οι Σουηδοί Δημοκράτες, ο Beppe Grillo, Podemos, ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα παρά το λυσσαλέο πόλεμο σε βάρος τους απο τα ΜΜΕ, μερικά από αυτά τα κόμματα είναι πλέον πολύ κοντά στην εξουσία. Στην Ιρλανδία το Σιν Φέιν, στην Ισπανία το Podemos αλλά και οι ακροδεξιοί του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αμφισβήτηση των παραδοσιακών media δεν μπορεί να θεωρηθεί ελληνικό φαινόμενο, καθώς όλα τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν να αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση για τον ρόλο τους σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Η είσοδος κορυφαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι ασχολούνταν με εντελώς διαφορετικά επιχειρηματικά αντικείμενα και που είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη για δραστηριότητες οι οποίες κινούνταν στα όρια της νομιμότητας, αλλά και η ένταξη παραδοσιακών εκδοτικών επιχειρήσεων σε υπερεθνικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ψυχαγωγίας, ανέβασε το δείκτη της αξιοπιστίας και έριξε κατακόρυφα την εγκυρότητα. Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες εξαγορές, καθώς πρίν λίγες εβομάδες στον έλεγχο της ιταλικής οικογένειας Ανιέλι πέρασε το οικονομικό περιοδικό The Economist. Ο βρετανικός εκπαιδευτικός όμιλος Pearson αποφάσισε την πώληση του 50% των μετοχών του, λίγες εβδομάδες αφότου πώλησε την εφημερίδα Financial Times στον ιαπωνικό ενημερωτικό όμιλο Nikkei. Η ιστορική εφημερίδα πωλήθηκε από την ιδιοκτήτρια Pearson, έναντι 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ (844 εκατομμύρια στερλίνες) και μάλιστα με όλο το ποσό σε μετρητά. Το εντυπωσιακό τίμημα εξηγείται από τη δυναμική της μεγαλύτερης οικονομικής εφημερίδας του κόσμου, που τα τελευταία πέντε χρόνια έχει αυξήσει την κυκλοφορία της κατά 30%, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή. Πρόκειται για ενα ιστορικό έντυπο, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν οι ροζ σελίδες που επέλεξε στα τέλη του 19ου αιώνα, για να ξεχωρίζει από τους ανταγωνιστές. Λίγο νωρίτερα, το περιοδικό Forbes πέρασε στον έλεγχο του Tak Cheung Yam, ιδρυτή και διαχειριστή του fund Integrated Whale Media Investments (“IWM”), με έδρα στο Χονγκ Κονγκ. H IWM, στην οποία μετέχουν διεθνείς επενδυτές υπό τη Integrated Asset Management του Yam, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο, σε μία συναλλαγή που αποτίμησε την αξία του ομίλου Forbes στα $475 εκατομμύρια. Δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί και το γεγονός, ότι το αφεντικό της Amazon Τζεφ Μπέζος απέκτησε από την οικογένεια Γκράχαμ, την ιστορική αμερικανική Washington Post. Η Washington Post μετράει 135 χρόνια ζωής και είναι η έβδομη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία καθημερινή εφημερίδα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1974, δύο δημοσιογράφοι της αποκάλυψαν το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ» που οδήγησε στην παραίτηση του Προέδρου Νίξον.
Στην Γερμανία, ο τηλεοπτικός όμιλος ProSiebenSat και ο εκδοτικός οίκος Axel Springer της Γερμανίας που εκδίδει το περιοδικό Bild, επαναλαμβάνουν τις συζητήσεις για συγχώνευση. Οι εταιρείες εξετάζουν το ενδεχόμενο συνεργασίας, καθώς προσπαθούν να περιορίσουν τα έξοδά τους, εισερχόμενες στη ψηφιακή εποχή. Ανάλογες συζητήσεις πριν από δέκα χρόνια είχαν καταλήξει σε αδιέξοδο, καθώς οι αρχές προστασίας του ανταγωνισμού, είχαν κρίνει ότι η συγχωνευμένη εταιρεία θα δημιουργούσε συνθήκες ολιγοπωλίου.
Στην Γαλλία είναι γνωστές οι εξαγορές δύο παραδοσιακών εφημερίδων της Le Monde και της Liberation. H Le Monde από το 2010 βρίσκεται στα «χέρια» των επιχειρηματιών Μπερζέ, Νιλ και του τραπεζίτη Πιγκάς, μετά από μάχη που δόθηκε το 2010 με την προσφορά του Κλοντ Πεντριέλ (εκδότη του 2010 του Nouvel Observateur), μαζί με την France Telecom και τον ισπανικό όμιλο επικοινωνίας Prisa (στον οποίον ανήκει ο El Pais). Ο Ξαβιέ Νιλ, κέρδισε την περιουσία του προσφέροντας φθηνές συνδέσεις στο Διαδίκτυο, περίφημος για τις "ροζ" γραμμές και τα σεξ shop. Οι συνέταιροί του ο Πιερ Μπερζέ, ήταν συνέταιρος του Ιβ Σεν-Λωράν και ο Ματιέ Πιγκάς, στέλεχος της επενδυτικής τράπεζας Lazard στον οποίο ανήκει το εναλλακτικό ειδησεογραφικό και πολιτισμικό περιοδικό Les Inrockuptibles.
Ανάλογη ήταν και η πορεία της εφημερίδας του Σατρ, της Liberation. Το 2005 ο τραπεζίτης Εντουάρ ντε Ροθτσίλντ, αγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της εφημερίδας. Μέσω αμφισβητήσεων και συγκρούσεων με τους εκπρόσωπους των δημοσιογράφων, ο νέος ιδιοκτήτης εκπαραθυρώνει τον ιστορικό διευθυντή της εφημερίδας Σερζ Ζουλί. Το 2011 ένας νέος μέτοχος, ο Μπρούνο Λεντού μπαίνει στην εφημερίδα. Ο Λεντού έχει κάνει καριέρα στην αγορά ακινήτων και είναι ιδιοκτήτης του κτηρίου στο οποίο στεγάζονται τα γραφεία της εφημερίδας, σε κεντρικό σημείο του Παρισιού κοντά στην Place de la République.
Φυσικά, η ελληνική εμπειρία δεν απέχει και ιδιαίτερα από τα παγκόσμια τεκταινόμενα. Η εκπαραθύρωση των παραδοσιακών εκδοτών που ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄80 και η σύνδεση των ΜΜΕ με τις τράπεζες και τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, θεωρούνται μία απο τις βασικές αιτίες για την απαξίωση, την κατάρρευση των κυκλοφοριών και τη διευρυνόμενη εξάρτηση από τις τράπεζες (διαφημιστικά κονδύλια και δάνεια) και τις παραδοσιακές πολιτικές εξουσίες.
Η αντίδραση των Βρετανών στην περίπτωση της εκλογής του Corbyn, θεωρείται από πολλούς ως ο προπομπός μία νέας πορείας της βιομηχανίας του Τύπου, με στροφή των αναγνωστών σε εναλλακτικά δίκτυα ενημέρωσης, τα έσοδα των οποίων θα βασίζονται περισσότερο στους αναγνώστες και λιγότερο στις ...διαφημίσεις
paratiritis
Η αμείλικτη εκστρατεία δυσφήμισης φαίνεται ότι τελικά είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Αντί να τον εξασθενήσει, φάνηκε ότι τον ενίσχυσε χαρίζοντάς του την ηγεσία.
Όπως λένε έγκυροι αναλυτές, η Fleet Street δεν έχει πλέον την εξουσία να επηρεάσει αποφασιστικά τις εκλογές. Πρόκειται για μία νέα πραγματικότητα, η οποία θα ήταν αδιανόητη μερικά χρόνια πρίν, όταν ο Τόνι Μπλερ για να κατακτήσει την ηγεσία των Εργατικών ήλθε σε συμφωνία με τον Rupert Murdoch για να έχει τη στήριξη των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών που ήλεγχε.
Αντίθετα, ο Jeremy Corbyn προτίμησε εναλλακτικά ΜΜΕ όπως το Al Jazeera και το Press TV. Για κάποιους ήταν συνειδητή επιλογή. Άλλοι όμως τη χαρακτηρίζουν λύση ανάγκης, καθώς όλα τα συστημικά media του είχαν σφραγίσει ερμητικά τις πόρτες στηρίζοντας των άλλους υποψηφίους.
Το σίγουρο είναι ότι στην Ευρώπη πλέον όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμου αμφισβητεί όχι μόνο τα παραδοσιακά κόμματα, αλλά και τους παραδοσιακους μηχανισμούς διαχείρισης της εξουσίας και του Τύπου. Αψευδής μάρτυρας οι Σουηδοί Δημοκράτες, ο Beppe Grillo, Podemos, ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα παρά το λυσσαλέο πόλεμο σε βάρος τους απο τα ΜΜΕ, μερικά από αυτά τα κόμματα είναι πλέον πολύ κοντά στην εξουσία. Στην Ιρλανδία το Σιν Φέιν, στην Ισπανία το Podemos αλλά και οι ακροδεξιοί του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αμφισβήτηση των παραδοσιακών media δεν μπορεί να θεωρηθεί ελληνικό φαινόμενο, καθώς όλα τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν να αντιμετωπίσουν την αμφισβήτηση για τον ρόλο τους σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Η είσοδος κορυφαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι ασχολούνταν με εντελώς διαφορετικά επιχειρηματικά αντικείμενα και που είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη για δραστηριότητες οι οποίες κινούνταν στα όρια της νομιμότητας, αλλά και η ένταξη παραδοσιακών εκδοτικών επιχειρήσεων σε υπερεθνικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ψυχαγωγίας, ανέβασε το δείκτη της αξιοπιστίας και έριξε κατακόρυφα την εγκυρότητα. Ενδεικτικές είναι οι πρόσφατες εξαγορές, καθώς πρίν λίγες εβομάδες στον έλεγχο της ιταλικής οικογένειας Ανιέλι πέρασε το οικονομικό περιοδικό The Economist. Ο βρετανικός εκπαιδευτικός όμιλος Pearson αποφάσισε την πώληση του 50% των μετοχών του, λίγες εβδομάδες αφότου πώλησε την εφημερίδα Financial Times στον ιαπωνικό ενημερωτικό όμιλο Nikkei. Η ιστορική εφημερίδα πωλήθηκε από την ιδιοκτήτρια Pearson, έναντι 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ (844 εκατομμύρια στερλίνες) και μάλιστα με όλο το ποσό σε μετρητά. Το εντυπωσιακό τίμημα εξηγείται από τη δυναμική της μεγαλύτερης οικονομικής εφημερίδας του κόσμου, που τα τελευταία πέντε χρόνια έχει αυξήσει την κυκλοφορία της κατά 30%, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή. Πρόκειται για ενα ιστορικό έντυπο, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν οι ροζ σελίδες που επέλεξε στα τέλη του 19ου αιώνα, για να ξεχωρίζει από τους ανταγωνιστές. Λίγο νωρίτερα, το περιοδικό Forbes πέρασε στον έλεγχο του Tak Cheung Yam, ιδρυτή και διαχειριστή του fund Integrated Whale Media Investments (“IWM”), με έδρα στο Χονγκ Κονγκ. H IWM, στην οποία μετέχουν διεθνείς επενδυτές υπό τη Integrated Asset Management του Yam, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο, σε μία συναλλαγή που αποτίμησε την αξία του ομίλου Forbes στα $475 εκατομμύρια. Δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί και το γεγονός, ότι το αφεντικό της Amazon Τζεφ Μπέζος απέκτησε από την οικογένεια Γκράχαμ, την ιστορική αμερικανική Washington Post. Η Washington Post μετράει 135 χρόνια ζωής και είναι η έβδομη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία καθημερινή εφημερίδα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1974, δύο δημοσιογράφοι της αποκάλυψαν το σκάνδαλο «Γουότεργκεϊτ» που οδήγησε στην παραίτηση του Προέδρου Νίξον.
Στην Γερμανία, ο τηλεοπτικός όμιλος ProSiebenSat και ο εκδοτικός οίκος Axel Springer της Γερμανίας που εκδίδει το περιοδικό Bild, επαναλαμβάνουν τις συζητήσεις για συγχώνευση. Οι εταιρείες εξετάζουν το ενδεχόμενο συνεργασίας, καθώς προσπαθούν να περιορίσουν τα έξοδά τους, εισερχόμενες στη ψηφιακή εποχή. Ανάλογες συζητήσεις πριν από δέκα χρόνια είχαν καταλήξει σε αδιέξοδο, καθώς οι αρχές προστασίας του ανταγωνισμού, είχαν κρίνει ότι η συγχωνευμένη εταιρεία θα δημιουργούσε συνθήκες ολιγοπωλίου.
Στην Γαλλία είναι γνωστές οι εξαγορές δύο παραδοσιακών εφημερίδων της Le Monde και της Liberation. H Le Monde από το 2010 βρίσκεται στα «χέρια» των επιχειρηματιών Μπερζέ, Νιλ και του τραπεζίτη Πιγκάς, μετά από μάχη που δόθηκε το 2010 με την προσφορά του Κλοντ Πεντριέλ (εκδότη του 2010 του Nouvel Observateur), μαζί με την France Telecom και τον ισπανικό όμιλο επικοινωνίας Prisa (στον οποίον ανήκει ο El Pais). Ο Ξαβιέ Νιλ, κέρδισε την περιουσία του προσφέροντας φθηνές συνδέσεις στο Διαδίκτυο, περίφημος για τις "ροζ" γραμμές και τα σεξ shop. Οι συνέταιροί του ο Πιερ Μπερζέ, ήταν συνέταιρος του Ιβ Σεν-Λωράν και ο Ματιέ Πιγκάς, στέλεχος της επενδυτικής τράπεζας Lazard στον οποίο ανήκει το εναλλακτικό ειδησεογραφικό και πολιτισμικό περιοδικό Les Inrockuptibles.
Ανάλογη ήταν και η πορεία της εφημερίδας του Σατρ, της Liberation. Το 2005 ο τραπεζίτης Εντουάρ ντε Ροθτσίλντ, αγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της εφημερίδας. Μέσω αμφισβητήσεων και συγκρούσεων με τους εκπρόσωπους των δημοσιογράφων, ο νέος ιδιοκτήτης εκπαραθυρώνει τον ιστορικό διευθυντή της εφημερίδας Σερζ Ζουλί. Το 2011 ένας νέος μέτοχος, ο Μπρούνο Λεντού μπαίνει στην εφημερίδα. Ο Λεντού έχει κάνει καριέρα στην αγορά ακινήτων και είναι ιδιοκτήτης του κτηρίου στο οποίο στεγάζονται τα γραφεία της εφημερίδας, σε κεντρικό σημείο του Παρισιού κοντά στην Place de la République.
Φυσικά, η ελληνική εμπειρία δεν απέχει και ιδιαίτερα από τα παγκόσμια τεκταινόμενα. Η εκπαραθύρωση των παραδοσιακών εκδοτών που ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄80 και η σύνδεση των ΜΜΕ με τις τράπεζες και τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, θεωρούνται μία απο τις βασικές αιτίες για την απαξίωση, την κατάρρευση των κυκλοφοριών και τη διευρυνόμενη εξάρτηση από τις τράπεζες (διαφημιστικά κονδύλια και δάνεια) και τις παραδοσιακές πολιτικές εξουσίες.
Η αντίδραση των Βρετανών στην περίπτωση της εκλογής του Corbyn, θεωρείται από πολλούς ως ο προπομπός μία νέας πορείας της βιομηχανίας του Τύπου, με στροφή των αναγνωστών σε εναλλακτικά δίκτυα ενημέρωσης, τα έσοδα των οποίων θα βασίζονται περισσότερο στους αναγνώστες και λιγότερο στις ...διαφημίσεις
paratiritis
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου