Δημήτρης Λιαντίνης – Homo Educandus
11.11.2015, 15:47
Κανείς δεν είναι πλούσιος αν είναι
άκληρος και καμία δεν είναι ωραία όταν είναι ανόητη και κανένας δεν
είναι χαρούμενος όταν είναι κακός.
Να ζεις με πλήθουσα γύρω σου τη σιωπή
και τα λόγια σου, όταν χρειάζουνται, να πέφτουν μετρημένα σαν τις
καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής...
Να γελάς όταν τα πράγματα γίνονται
απότομα σοβαρά και στο βουβό σχήμα των προσώπων γράφεται μια πολύ
μακρινή προσδοκία. Έτσι που να φαίνεται ότι υπάρχει το βάθος. Και να
θλίβεσαι, όταν το γελοίο διατρέχοντας όλα τα στάδια έκφρασής του, φτάνει
στο αδιέξοδο: ντρέπεται δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό του.
Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από
ένα βιβλίο. Ακόμη και όταν το τελευταίο είναι οι Ωδές του Κάλβου. Κι αν
δεις ένα μικρό μυρμήγκι να τραβάει στη δουλειά του, είναι χρήσιμο να
συλλογιστείς ότι το έργο που κάνει δεν είναι μικρότερο από μια σπουδαία
αγόρευση του μεγάλου Βενιζέλου στη Βουλή.
Πάντα να τρως την ώρα που λησμόνησες πως πεινάς.
Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία,
μεγαλώνουμε μαζί της, την σπουδάζουμε με ζήλο, την διδάσκουμε με
φανατισμό. Και όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά
μας.
Ο προσωκρατικός αιώνας, είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης.
Όταν κοιτάζεις τα βουνά -τον Ταύγετο,
τον Ακροκόρινθο, το Δρίσκο- και κουβεντολογάς μαζί τους, να μην απορείς
που δεν σου αποκρίνονται. Η σιωπή τους είναι τα λόγια όλων εκείνων που
τα κοίταξαν πριν από σένα.
Από την κλασσική Ελλάδα οι άνθρωποι πήραν όσα δεν κατάλαβαν.
Εάν o ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την
άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την
απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε
είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ο,τι ακριβώς δεν έχει, και ο,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ο,τι ακριβώς δεν έχει, και ο,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Κανένας σοβαρός μελετητής του κλασικού
κόσμου δεν θά 'χε να δείξει κάποιον άνθρωπο ή λαό που κλείστηκε στον
λαβύρινθο της απελπισίας και πάλεψε τον Μινώταυρο του ανθρώπινου πόνου,
ηρωικότερα και σεμνότερα από τους Έλληνες.
Οι πλούσιοι ποτέ δεν ρωτούν, αν αξίζουν εκείνο που κατέχουν. Οι πένηντες ποτέ δεν στοχάζουνται, τι είναι εκείνο που ζητούν.
Η εικόνα της ταφής ενός ακαδημαϊκού με
στεφάνια, επικήδειους, βιβλία συλλυπητηρίων κλπ, είναι διαφορετική από
την εικόνα μιας μανιάτισσας που μοιρολογεί τον άντρα της. Η ευαισθησία
του λαού είναι άλλο πράγμα από την υπεροψία των διανοουμένων.
Χωρίς λίγη ανταρσία στο αίσθημα, λίγη
τρέλα στο μυαλό, λίγον ίλιγγον που φέρνουν τα κοφτερά βράχια και τα
φωτερά μετέωρα, χωρίς κάποιους οραματικούς σπασμούς και μερικές
ενδείξεις μοναχικού παραμιλητού, δεν είναι εύκολο να ξεμακρύνει κανείς
από την πεπατημένη.
Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;
**
Ο Δημήτρης Λιαντίνης (23 Ιουλίου 1942 - εξαφανίστηκε την 1η Ιουνίου 1998)
ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Στο ευρύ κοινό
έγινε γνωστός το 1998, οπότε και η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε
την κοινή γνώμη. Τελικά η σωρός του βρέθηκε το 2005 σε μία σπηλιά κοντά
στην κορυφή του Ταϋγέτου.
Γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1942. Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας.[εκκρεμεί παραπομπή]
Τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο της Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από το
Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Από το 1968 μέχρι το
1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα,
διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της
Otto Gesellschaft του Μονάχου. Από το 1973 μέχρι το 1975 υπηρέτησε εκ
νέου στη Μέση Εκπαίδευση στις Θεσπιές Βοιωτίας.
Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Το 1978 έγινε Διδάκτωρ με βαθμό «άριστα» και θέμα της
διδακτορικής διατριβής: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις
ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε».
Την 1η Ιουνίου 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς
την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί
αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε. Η υπόθεση της εξαφάνισής του
απασχόλησε την κοινή γνώμη, λόγω ιδιαίτερης προβολής από τα ΜΜΕ. Τον
Ιούλιο του 2005 ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολακάκος οδήγησε την κόρη
του Λιαντίνη σε μία σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κείτονταν ο ίδιος.[1] Όπως έγραψε στο τελευταίο γράμμα στην κόρη του, είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή βήμα-βήμα μια ολόκληρη ζωή.[2]Μετά την ανεύρεση του σκελετού, έγιναν ιατροδικαστικές εξετάσεις που κατέληξαν με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο νεκρός ήταν ο Λιαντίνης. Όμως άφησαν αναπάντητο το πώς πέθανε, δεδομένου ότι δεν ανευρέθη στις τοξικολογικές εξετάσεις κάποια ουσία που να επιφέρει τον θάνατο. Άγνωστη είναι και η ακριβής ημερομηνία του θανάτου.
Το γράμμα αυτό αποτελεί τη πνευματική διαθήκη του πατέρα Λιαντίνη προς τη κόρη του. Αλλά και ο αποχαιρετισμός του σε αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λιαντίνης απέφυγε να συναντήσει τη κόρη του για να της μιλήσει για την απόφαση του και να την αποχαιρετήσει. Γνώριζε ότι θα ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για εκείνον και κυρίως για το παιδί του. Της είχε μεγάλη αδυναμία. Γνώριζε, επίσης, ότι το γράμμα θα έβλεπε κάποτε το φως της δημοσιότητας. Ήξερε βλέπετε όσο κανένας άλλος τη γυναίκα του και τις αδυναμίες της. Έτσι λοιπόν μας άφησε ένα έξοχο κείμενο, άκρως διαφωτιστικό, σημείο αναφοράς θα λέγαμε για κάθε ερευνητή του φαινομένου Λιαντίνης.[5]
Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή,[6] το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή,[7] να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές[8] Σολωμού στη Ζάκυνθο κ' Λυκούργου στη Σπάρτη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου