Η ανθρώπινη νόηση είναι ατελής και πεπερασμένων δυνατοτήτων, επομένως είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να συλλάβει και να κατανοήσει το ΑΠΕΙΡΟ, ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ.
Η πρώτη προσέγγιση στην κατανόηση της Δομής τους Σύμπαντος έγινε
από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους Λεύκιππο και Δημόκριτο πού εισήγαγαν την
έννοια του ατόμου ως δομικού συστατικού της ύλης, διακηρύττοντας το «άτμητον», τό «άφθαρτον» και τό
«αιώνιον» αυτού. Η ύλη κατ’ αυτούς αποτελείται από άτομα πού διαφέρουν
μεταξύ τους κατά το σχήμα και το μέγεθος, ενώ και τά φαινόμενα οφείλονται στις
κινήσεις αυτών.
Ο Επίκουρος, δέχτηκε και αυτός την επιρροή των προηγουμένων ισχυριζόμενος
«τό πάν αεί τοιούτον ήν, οίον νύν εστί καί αεί τοιούτον έσται. Ουδέν γάρ
εστίν εις ό μεταβάλλει», διατυπώνοντας την αρχή αφθαρσίας της ύλης
σχεδόν 20 αιώνες πρίν τον Ρώσο Lomonosov
(1756) και τον Γάλλο Lavoisier
(1785).
Το 1932 ο Anderson ανακαλύπτει στις κοσμικές ακτίνες το
ποζιτρόνιο, την ύπαρξη του οποίου είχε προβλέψει ο Dirac απ’το 1928. Πρόκειται
για ένα σωματίδιο όπως ακριβώς το ηλεκτρόνιο με θετικό όμως φορτίο. Ένα
καινούργιο κεφάλαιο ανοίγει έτσι στην επιστημονική έρευνα. Εκεί πού
αναζητούσαμε την φύση και την δομή της ύλης, μας προέκυψε και μια πρόσθετη,
καινούργια και άγνωστη μέχρι τότε ύλη, την οποία οι επιστήμονες ονόμασαν αντιύλη. Αυτή δομείται υποτίθεται από
τά αντισωματίδια αντιηλεκτρόνιο (ποζιτρόνιο), αντιπρωτόνιο και αντινετρόνιο. Η αντιύλη, όταν συγκρούεται με την ύλη,
εξαφανίζεται και στην θέση της εμφανίζεται ενέργεια. Τό φαινόμενο είναι
γνωστό με το όνομα εξαΰλωση.
Είναι γνωστό και το αντίστροφο φαινόμενο,
η σύνθεση ύλης δηλαδή από ενέργεια. Τότε έχομε την δίδυμη γένεση, γιατί από φωτόνια γεννιέται ένα
ηλεκτρόνιο (ύλη) και ένα ποζιτρόνιο (αντιύλη). Τά φαινόμενα αυτά επιβεβαιώνουν
πανηγυρικά την θρυλική εξίσωση του Einstein, E = mc2 , και την ισοδυναμία μάζας
(ύλης δηλαδή) και ενέργειας. Το c στον τύπο είναι η ταχύτητα του φωτός.
Η ύλη δηλαδή και η ενέργεια είναι κατ’ ουσίαν οι δύο όψεις του αυτού
νομίσματος. Η διαφορά τους είναι απλώς στον τρόπο πού εκδηλώνονται, ή μάλλον
στον τρόπο πού γίνονται αντιληπτές από τον άνθρωπο. Πιστεύεται ότι η ύλη είχε μορφή πλάσματος κατά τά πρώτα
δευτερόλεπτα της δημιουργίας του σύμπαντος, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της
Μεγάλης Εκρήξεως (Big Bag Theory), η οποία άρχισε πρίν από περίπου 15
δισεκατομμύρια χρόνια. Ακολούθησε η διαστολή του σύμπαντος (φάση την οποία και
τώρα διανύουμε) με ταυτόχρονη ψύξη του πλάσματος και δημιουργία σβώλων από
κουάρκ πού βαθμιαία οδήγησε στον σχηματισμό των υπολοίπων σωματιδίων.
Τι ήταν όμως αυτή η
αρχέγονη ουσία πού εξερράγη παραμένει άγνωστο, και άγνωστη παραμένει κατ’
ουσίαν ακόμη και σήμερα η ύλη, παρ’
όλες τις προόδους στην διύλιση, κυριολεκτικά, θεωρητικά και πειραματικά, των
δομών αυτής. Ιδιαίτερα με την εισαγωγή της έννοιας του Τετραδιαστάτου
Χωροχρονικού Συνεχούς της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, πού «καταργεί» την
Ευκλείδια Γεωμετρία, με την οποία οι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι, οι απόψεις
μας για τον κόσμο πού μας περιβάλλει, ολοένα και προσεγγίζουν τις απόψεις των
αρχαίων Ελλήνων περί απατηλού κόσμου. Ο Einstein εισήγαγε
την άποψη, ότι η ύλη είναι τοπικό φαινόμενο πού παρατηρείται όπου υπάρχει
έντονη συμπύκνωση πεδίων, πού προκαλούν καμπύλωση του χωροχρόνου. Η ύλη με άλλα λόγια είναι μια ιδιότητα
του χωροχρόνου, όπως παρουσιάζεται στις
εξαιρετικά ασθενείς αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου και της τεχνολογίας
του.
Μήπως έχει δίκιο o
Παρμενίδης, ο Ελεάτης, πού τον 5ο π.Χ. αιώνα πίστευε, ότι ο υλικός εξωτερικός
κόσμος δεν πρέπει να θεωρείται ως μία δεδομένη πραγματικότητα, αλλά αντίθετα, η
πραγματικότητα είναι μέσα στην σκέψη, στο υποκείμενο δηλαδή της γνώσης. Έλεγε ο
Παρμενίδης χαρακτηριστικά: «το γάρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι». Άλλωστε
κατ’ αυτόν στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολλά στον κόσμο, παρά μόνον ένα
πράγμα, το ΕΝ, πού είναι το ΟΝ, το
πανταχού παρόν και αιώνιο, πού δεν αφήνει επομένως και περιθώριο για την ύπαρξη
κενού. Κάθε τι πού νομίζουμε ότι
βιώνουμε είναι ψευδαίσθηση. Και
να τι ισχυρίζεται σήμερα ο μαθηματικός και φιλόσοφος Charles Muses στο βιβλίο
του «Συνείδηση και Πραγματικότητα»: «Μέσω των αισθήσεών μας και των διαφόρων
οργάνων μας πού τις ενισχύουν, δεν αντιλαμβανόμαστε το Σύμπαν, όπως αυτό
είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως έχει την δυνατότητα να το αντιληφθεί ο
εγκέφαλός μας, μέσω των ατελέστατων ανθρώπινων αισθήσεων. Η
πραγματική φύση του τετραδιάστατου Ρειμάνιου σύμπαντος, είναι μη αισθητή και
περιγράφεται μόνο μέσω μαθηματικών σχέσεων». Και ακόμα «… όλα τά αντικείμενα
πού μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι τρισδιάστατες εικόνες πού σχηματίζονται από
κύματα στάσιμα, ή κινούμενα υπό την επίδραση ηλεκτρομαγνητικών και πυρηνικών
διαδικασιών. Όλα τά αντικείμενα του κόσμου είναι τρισδιάστατες εικόνες, πού
σχηματίζονται με ηλεκτρομαγνητικό τρόπο, εικόνες ενός υπερολογράμματος»
*
Ο Αϊνστάιν με τη θεωρία της σχετικότητας έθεσε ένα όριο
-την ταχύτητα του φωτός- στη ροή κάθε σήματος που μεταφέρει πληροφορίες.
Ο Γκέντελ με το
θεώρημα της μη πληρότητας -«τη σημαντικότερη μαθηματική αλήθεια του
αιώνα», όπως επρόκειτο να χαρακτηριστεί σε μια τελετή στο
Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ-
έθεσε ένα μόνιμο όριο
στη γνώση των βασικών αληθειών στα μαθηματικά: ποτέ δεν θα
συλλάβουμε το σύνολο των μαθηματικών αληθειών με μια
πεπερασμένη ή αναδρομική λίστα καθαρά
τυπικών αξιωμάτων.
Ο Χάιζενμπεργκ,
με τη σειρά του είχε θέσει προ πολλού έναν άλλο περιορισμό που αφορούσε τη θέση που βρίσκονται τα στοιχειώδη σωματίδια
όταν επιχειρούμε να τα παρατηρήσουμε.
Μιλώντας στον Γκέντελ για το τετραδιάστατο σύμπαν του
χωροχρόνου που ο ίδιος είχε
δημιουργήσει, ο Αϊνστάιν φύτευε τον σπόρο της
σχετικότητας στο μυαλό ενός ανθρώπου που αργότερα κάποιοι θα περιέγραφαν ως
συνδυασμό Αϊνστάιν και Κάφκα.
Αν ο Αϊνστάιν
κατάφερε να μεταμορφώσει τον χρόνο σε χώρο, ο Γκέντελ πέτυχε κάτι ακόμα πιο
μαγικό: έκανε τον χρόνο να εξαφανιστεί. Έχοντας ήδη σείσει συθέμελα τον
μαθηματικό κόσμο με το θεώρημα της μη πληρότητας, τώρα ο Γκέντελ καταπιανόταν
με τον Αϊνστάιν και την σχετικότητα. Χωρίς να χάνει χρόνο, ανακοίνωσε πως
είχε ανακαλύψει καινούριες και αναπάντεχες κοσμολογικές λύσεις για τις
εξισώσεις πεδίου της γενικής σχετικότητας, λύσεις στις οποίες ο χρόνος περνούσε
από εκπληκτική μεταμόρφωση. Τα μαθηματικά, η φυσική και η φιλοσοφία των
ευρημάτων του Γκέντελ ήταν εντελώς καινούρια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου