Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τι σημαίνει να ζει κανείς στο καπιταλιστικό σύστημα;

Αλαίν Μπαντιού : Τι σημαίνει να ζει κανείς;
Η εξελισσόμενη  κρίση του καπιταλισμού, που αποσυνθέτει πλέον τα ιστορικά ερείσματα των δυτικών κοινωνιών, δεν εγείρει μόνο το δραματικό πρόβλημα της επιβίωσης για τεράστια τμήματα των υπό εξόντωση  πληθυσμών. Φέρνει στο προσκήνιο ένα ανεξίτηλο ερώτημα, βαθιά πολιτικό, φιλοσοφικό και ανθρώπινο, που δεν έπαψε να αναδύεται στο επίκεντρο των μεγάλων συμβαντικών κλυδωνισμών του κοινωνικού δεσμού: τι σημαίνει να ζει κανείς ως υποκείμενο πέραν της άμεσης επιβίωσης; Το κεφάλαιο δεν παράγει μόνο υπεραξία, παράγει ένα ολόκληρο τρόπο ζωής. Συγκροτεί ένα σύστημα βιο-εξουσίας μέσα στο οποίο καθηλώνει, με  τους πλέον κοινότοπους αυτοματισμούς  και τους πλέον μίζερους εθισμούς, την καθημερινότητα και τα όνειρα των οικουμενικών «υπηκόων» του, δημοκρατικά πειθαναγκασμένων.
Το ζητούμενο για τον Μαρξ δεν ήταν απλά η αλλαγή του τρόπου παραγωγής, αλλά η αλλαγή του κόσμου, δηλαδή όλων των παραμέτρων ζωής. Η  σταλινική εκτροπή και  η χρόνια διολίσθηση της αριστεράς στον οικονομισμό εκτόπισε στο περιθώριο, αν όχι στην αφάνεια, το ριζοσπαστικό ερώτημα που εγκαλεί με την αμεσότητά του κάθε άνθρωπο. Ο Μπαντιού το ανασύρει από τη λήθη, επαναδιατυπώνει τους όρους εκφοράς του και το επανεντάσσει στον πυρήνα των πολιτικών χειραφέτησης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από μια εκτεταμένη συζήτηση μαζί του που οργάνωσε το περιοδικό αληthεια μετά την κρίση του 2008. Συμμετείχαν επίσης σ’ αυτήν  ο Σάββας Μιχαήλ και ο Γιώργος Βέλτσος, Δημήτρις Βεργέτης, διευθυντής του περιοδικού αληthεια.
  *
Το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς»  είναι πράγματι, υπό μια έννοια, το μείζον φιλοσοφικό ερώτημα εν τέλει. Η φιλοσοφία δε είναι μόνο γνώση, δεν είναι μόνο έννοιες. Η φιλοσοφία, από τις απαρχές της, εξετάζει το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς», δηλαδή τι είναι μια ζωή αντάξια του ονόματός της, εν τέλει σε τι διαφέρει μια ζωή που δεν ταυτίζεται με την επιβίωση, με την απλή διαιώνιση του ζωικού βασιλείου. Γι’ αυτό, το ερώτημα της ζωής υπήρξε εξ αρχής αλληλένδετο στη φιλοσοφία με το ερώτημα «γιατί να ζει κανείς», δηλαδή με το νόημα της ζωής ή το λόγο ύπαρξης, διότι ακριβώς από μόνη της η έννοια της ζωής δε δίνει, παραδόξως, απάντηση στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς». Δίνει μια απάντηση στοιχειώδη. Αν η ζωή είναι μόνο και μόνο η διαιώνισή της, τότε είμαστε παθητικά υποκείμενα, τουτέστιν η ζωή μας διαπερνά, μας κινεί και μας καθοδηγεί, και άρα το «Τι σημαίνει να ζει κανείς» δεν μπορεί καν να διατυπωθεί ως ερώτημα. Κατά συνέπεια, το «Τι σημαίνει να ζει κανείς» είναι η ίδια η φιλοσοφία, ένα πολύ ευρύ ερώτημα. Και ακριβώς επειδή αναφερθήκατε σε μία κρίση, θα ήθελα να πω δυό λόγια πάνω σ’ αυτό, διότι εν τέλει αυτή η ιστορία σχετίζεται με το «Τι σημαίνει να ζει κανείς». Διότι μπορούμε να ορίσουμε εν τέλει τον καπιταλισμό ως μια ορισμένη φιλοσοφία ζωής. Και η βασική θέση του καπιταλισμού είναι  ότι ο άνθρωπος ζει μόνο για τα συμφέροντά του. Εντοπίζουμε σ’ αυτό το βασικό δεδομένο πράγματι μια θεώρηση του ανθρώπου, της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα είναι κατά βάθος ένα ζωϊκό σύνολο που όμως έχει ιδιαίτερα εκλεπτυσμένους τρόπους για να ικανοποιεί τα συμφέροντά του, όπως την παραγωγή, το εμπόριο, την επικοινωνία. Εν κατακλείδι όμως, η ιδέα που έχει ο καπιταλισμός για τη ζωή, η ιδέα που χρειάζεται για να λειτουργήσει το σύστημά του είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα εγωιστικό ζώο, ένα ζώο προσκολλημένο, συναρθρωμένο με το σύστημα των συμφερόντων του.  
Προφανώς αυτό αγγίζει μια αλήθεια, ο άνθρωπος είναι ένα εγωιστικό ζώο και ζει για τα συμφέροντά του. Αυτό όμως απαντά στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς»; Εκεί είναι το θέμα. Αν σε τελική ανάλυση η ικανοποίηση των συμφερόντων απαντά στο «Τι σημαίνει να ζει κανείς». Το θέμα δηλαδή είναι αν η ικανοποίηση του γενικού συστήματος των αναγκών του και η επιδίωξη των ατομικών του συμφερόντων απαντά σ’ αυτό το ερώτημα,. Άρα αν η μονάδα ζωής είναι το άτομο, αν το άτομο ανάγεται αυστηρά και μόνο στα κατά περίπτωση συγκεκριμένα συμφέροντά του ή αν για να προσεγγίζουμε το ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς» πρέπει κατ’ αρχάς ν’ αναγνωρίσουμε αυτή τη διάσταση και εν συνεχεία να παραδεχτούμε ότι υπάρχει και κάτι άλλο.
ΖΩΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΑ
Δ. Βεργέτης. Προσπαθούμε να προσδιορίσουμε τη ζωή σύμφωνα με τον ορισμό που θέλει τον άνθρωπο να είναι θνητό ζώο, κάτι στο οποίο ο Μπαντιού αντιπροτείνει τον άνθρωπο ως αθάνατη ενικότητα όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Αυτό λοιπόν που καθιστά τον άνθρωπο αθάνατη ενικότητα είναι η ενσωμάτωσή του σε μια διαδικασία αλήθειας. Και αυτό που προσιδιάζει σε μια διαδικασία αλήθειας είναι η απειροποίησή της, η σχέση της με το άπειρο. Προϋπόθεση είναι λοιπόν ο άνθρωπος να εγγραφεί πιστά σε μια άπειρη διαδικασία αλήθειας. Μόνο έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε τη ζωή. Θα ήθελα ο Αλέν να πει δυο λόγια σχετικά μ’ αυτό.
Α. Μπαντιού. Τούτη η ερώτηση, «Τι σημαίνει να ζει κανείς», που είναι το οδηγητικό μας νήμα, κατ’ εμέ τοποθετείται μεταξύ δυο μαχών σε δυο μέτωπα που αφορούν άμεσα το θέμα του άπειρου. Η πρώτη, την οποία προ ολίγου υπενθύμισες, συνίσταται στο να αποσπάσουμε το άπειρο απ’ τη θρησκεία, στο να εκκοσμικεύσουμε το άπειρο, και αν το θέσουμε πιο θεωρητικά, στο να το αποσπάσουμε κι από το Ένα, από την κατακυρίευσή του από το Ένα, και κατά βάθος αυτό το Ένα είναι που αποκαλούμε Θεό. Από θεωρητική σκοπιά, Θεός είναι η στιγμή που το άπειρο αιχμαλωτίζεται από το Ένα. Η άλλη μάχη είναι η μάχη ενάντια στην αμιγή περατότητα, αυτήν που συμπεραίνουμε απ’ το θάνατο του Θεού. Το συμπέρασμα δηλαδή, ότι το μόνο που υπάρχει είναι το πεπερασμένο. Η δεύτερη αυτή τάση είναι όχι μόνο συμβατή με τον καπιταλισμό, αλλά είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που την έχει στήσει. Ο καπιταλισμός έχει απόλυτα ανάγκη την περατότητα, για τους λόγους που ήδη διερευνήσαμε, δηλαδή επειδή προτείνει στην επιθυμία την αέναη διαδοχή των αντικειμένων και επειδή συρρικνώνει την ανθρώπινη ύπαρξη στην κυκλοφορία τους. Συνεπώς ο καπιταλισμός προτείνει κατ’ ουσία αυτό που έλεγες, δηλαδή τον άνθρωπο ως πεπερασμένο ζώο, παραδομένο στην περατότητά του, και πέρα ως πέρα θνητό, και κατ’ αυτό τον τρόπο στην πραγματικότητα τον εξομοιώνει με τα αντικείμενα. Γι’ αυτό τα αντικείμενα κυκλοφορούν μαζί με άλλα αντικείμενα απείρως θνητά. Και οι άνθρωποι προορίζονται να αποσυρθούν στη χωματερή όπως τα αυτοκίνητα που δεν είναι πια στη μόδα. Εξ ου και ο ύμνος στη νεότητα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, σε αντίθεση με την παράδοση, ακριβώς διότι όταν γερνάμε, δεν επιθυμούμε αρκετά, άρα καταναλώνουμε λιγότερο, δεν καταναλώνουμε αρκετά. Γι’ αυτό πρέπει να συλλάβουμε φιλοσοφικά, αλλά και πολιτικά, την εκκοσμικευση απ’ τη μία του απείρου, την παραδοχή ότι το άπειρo είναι πολύ κοντά μας, ότι η ζωή μας έχει διαρκώς να κάνει με το άπειρο, και απ’ την άλλη να αποσπάσουμε το άπειρο από κάθε θεολογία, από κάθε παραδοσιακά νοούμενη μεταφυσική φιγούρα. Πράγματι, ο Δημήτρις συνόψισε πολύ καλά την πρότασή μου, ότι δηλαδή απ’ τη μία πρέπει να πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώο, είμαστε άλλωστε ματεριαλιστές όλοι, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο άνθρωπος είναι θνητός, ότι γερνάει, ότι έχει συμφέροντα, ότι για να επιβιώσει έχει ανάγκη από αντικείμενα. Όλα αυτά υπάγονται στη σφαίρα του ματεριαλισμού την οποία αναγνωρίζουμε απόλυτα. Αλλά απ΄την άλλη, ο άνθρωπος σχετίζεται με το άπειρο, και κατά βάθος έτσι ορίζουμε πολύ απλά ό,τι αποκαλούμε σκέψη. Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο ον, είναι πολύ απλά η ιδιαίτερη σχέση που έχει με το άπειρο. Κι αυτό το άπειρο είναι παρόν διότι υπάρχει μέσα στην ίδια την πολλαπλότητα, και ο άνθρωπος έχει πρόσβαση σ’ αυτό, κατά τρόπο συμπυκνωμένο, μέσω της σκέψης. Αποκαλώ σχέση με το άπειρο μια αλήθεια, κι αυτή η αλήθεια προτείνω να πούμε ότι ανιχνεύεται στην επιστήμη, στην τέχνη, στην ποίηση και τη δημιουργία, στην πολιτική εφόσον πρόκειται για μια πολιτική του απείρου, δηλαδή μια ποιητική της χειραφέτησης, μια ποιητική του μέλλοντος όπως έλεγες, όπως επίσης και στον έρωτα, διότι ο έρωτας είναι η σκηνή της μετάβασης από το Ένα στο Δύο, είναι δηλαδή η πρώτη εμπειρία στοιχειώδους πολλαπλότητας αυτού που βρίσκεται επέκεινα του Ενός. Συνεπώς, σε όλα αυτά ενυπάρχει το άπειρο, και μπορούμε, ως άτομα, ως ζώα, να ενσωματωθούμε στις διαδικασίες στις οποίες ξεδιπλώνεται η πρόσβαση στο άπειρο. Και μέσα από τούτο το επίπεδο, η ζωή παίρνει άλλο νόημα, διότι γίνεται μια ζωή που σχετίζεται με το άπειρο. Και απ’ αυτή την οπτική γωνια, η απάντηση στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς» είναι το να ζει κανείς ως θνητό ζώο που σχετίζεται στη ζωή του με μια ορισμένη έκφραση του απείρου και της αθανασίας. Διότι προφανώς δεν αποκαλώ αθανασία τη μετά θάνατον επιβίωση της ψυχής, Αποκαλώ αθανασία μια ορισμένη εμπειρία μες στο χρόνο, τον ίδιο το χρόνο που καθιστά εφικτό για εμάς το ιδεώδες που διατυπώθηκε ως εξής απ’ τον Αριστοτέλη: να ζει κανείς όσο μπορεί ως αθάνατος. Θέλω να επαναλάβω τη ρήση του Σπινόζα «έχουμε πρόσβαση στην εμπειρία της αιωνιότητάς μας» , η οποία δε σημαίνει ότι η σωματική και ατομική μας σύσταση θα υπερβεί το θάνατο, αλλά ότι μετέχουμε σε μια ορισμένη διάσταση αθανασίας και αιωνιότητας, πράγμα το οποίο βιώνουμε στην ίδια μας τη ζωή.
 Άρα, στο ερώτημα «Τι σημαίνει να ζει κανείς;», μπορούμε να δώσουμε δυο αντιδιαμετρικές απαντήσεις. Η πρώτη απάντηση είναι ότι σημαίνει να επιβιώνει, δηλαδή να ζει όσο το δυνατόν προς το συμφέρον του και κατά βάθος να είναι αιώνια καταδικασμένος σε θάνατο. Εξ ου και η φτωχή ζωή, η αμυντική ζωή, η ζωή που είναι εν τέλει καθαρή άρνηση. Εναλλακτικά μπορούμε ν’ απαντήσουμε ότι το να ζει κανείς σημαίνει να εντοπίζει το πεδίο, τις δυνατότητες  σύμφωνα με τις οποίες βιώνει τη σχέση του με το άπειρο, δηλαδή αυτή τη μορφή αιωνιότητας μες στο χρόνο που η φιλοσοφία αποκαλεί αλήθεια. Θα μπορούσαμε να πούμε πως σημαίνει να ζει κανείς ως προς ορισμένες αλήθειες. Οι αλήθειες είναι πληθυντικού αριθμού. Δεν υπάρχει η Αλήθεια με Α κεφαλαίο, αυτό θα ήταν αιχμαλωσία εντός του Ενός.

**Ο Αλαίν Μπαντιού (alɛ̃ badju (listen)  γεννημένος στις 17 Ιανουαρίου 1937) είναι Γάλλος Μαθηματικός, φιλόσοφος της Μαρξιστικής σχολής και καθηγητής στο European Graduate School, πρώην κάτοχος της έδρας της Φιλοσοφίας στην École Normale Supérieure (ENS). Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή στοχαστές και από τους σπουδαιότερους Γάλλους φιλόσοφους της δεκαετίας του '60. Εκτός από αμετανόητος κομμουνιστής είναι και υπέρμαχος του Μαοϊσμού και της Κινέζικης πολιτιστικής επανάστασης, καθώς γοητεύτηκε από τις ιδέες τους. Ο ίδιος έχει ταχθεί υπέρ ενός μη- Σταλινικού Κομμουνισμού και παρότι έχουν σχολιαστεί κατά καιρούς οι ακροαριστερές του απόψεις, αυτό δεν τον εμπόδισε από το να δώσει δεκάδες διαλέξεις σε πολλά μέρη του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Συχνά δίνει συνεντεύξεις στον τύπο, όπου εκφράζει την άποψή του για χιλιάδες ζητήματα της επικαιρότητας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα