Άρθρο Του Χρήστου Καπούτση
«Η μετάβαση της Τουρκίας
από μια ασθενική δημοκρατία σε μια αναδυόμενη δεσποτεία αποφασίσθηκε με τη
θέληση του λαού και θα είναι ένα δώρο για τον άνδρα που το 1996 είχε δηλώσει
πως η δημοκρατία δεν είναι ένας στόχος, αλλά ένα εργαλείο», αναφέρεται στο
κύριο άρθρο της βρετανικής εφημερίδας
"The Guardian", σχετικά με το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος στην
Τουρκία, που νομιμοποιεί την συγκέντρωση υπερεξουσιών στον Πρόεδρο. «Το προεδρικό σύστημα συγκεντρώνει άνευ
προηγουμένου εξουσίες στα χέρια ενός άνδρα και μόνο, που καθίσταται επικίνδυνο,
καθώς ο Ερντογάν ρέπει προς τον αυταρχισμό», υπογραμμίζει σε ανάλυσή του το ινστιτούτου
μελετών Centre for American Progress.
Το αποτέλεσμα του
Δημοψηφίσματος στην Τουρκία , θα πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεχτικά. Αν και το «Ναι» επικράτησε, το «Όχι» βρέθηκε
σε απόσταση αναπνοής. Μάλιστα ο Ερντογάν, εξέφρασε την ικανοποίηση του για το
αποτέλεσμα, όμως, δήλωσε ότι το ποσοστό του «ναι» ήταν πολύ λιγότερο
εντυπωσιακό από αυτό που περίμενε! Η αντιπολίτευση αμφισβητεί το αποτέλεσμα,
ζητά επανακαταμέτρηση των ψήφων, εγείροντας ζητήματα νομιμότητας. Το καίριο ερώτημα είναι πως θα χειριστεί το
αποτέλεσμα ο Τ. Ερντογάν.
Πιθανότατα, θα διολισθήσει σε πιο αυταρχικό τρόπο
διακυβέρνησης, με εσωτερικές αντιδράσεις υπονομευτικές και αποσταθεροποιητικές.
Η νίκη του Ερντογάν δικαίως χαρακτηρίζεται ως
«πύρρειος νίκη», αφού βγήκε
αποδυναμωμένος από το δημοψήφισμα, όμως από την άλλη πλευρά, δεν διαφαίνεται να υπάρχει ισχυρός αντίπαλος
, με ευρεία κοινωνική αποδοχή. Η Τουρκία
βγαίνει βαθιά διχασμένη από το δημοψήφισμα. Οι φιλελεύθεροι Κεμαλιστές, οι φιλοευρωπαϊστές επιχειρηματίες, οι φανατικοί Ισλαμιστές στα ενδότερα της
χώρας που είναι οι βασικοί υποστηριχτές του Ερντογάν και οι Κούρδοι, έχουν αγεφύρωτες ιδεολογικο-κοινωνικές
διαφορές, που διευρύνονται, από τον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης του
συστήματος Ερντογάν, με αποτέλεσμα να απειλείται και η κοινωνική αλλά και η
εδαφική συνοχή του Τούρκικου κράτους.
Η Τουρκία,
λόγω της γεωγραφικής θέσης της και των
ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι ελκυστικός σύμμαχος και για τις ΗΠΑ και για τη
Ρωσία. Ο Ερντογάν, λόγω ακριβώς του αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος, το
πιθανότερο, είναι να κάνει ένα νέο άνοιγμα προς τη Δύση, προκειμένου να
καθησυχάσει την κεμαλική φιλοδυτική τουρκική οικονομική ελιτ, που τον κατηγορεί
ότι σχεδιάζει να μετατρέψει την
Τουρκία σε ένα υπερσυντηρητικό Ισλαμικό
κράτος. Ο Τ. Ερντογάν, θα επιχειρήσει να αναθερμάνει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ
και θα στηρίξει τις επιλογές των αμερικανών στη Συρία και στον πόλεμο κατά του ISIS.
Πιθανόν μάλιστα να «παγώσει» τις τουρκο-ρωσικές σχέσεις. Με την αιφνιδιαστική εμπλοκή της Ρωσίας
στην Συρία και κατ’ επέκταση στη Μέση Ανατολή, ο Πούτιν είχε ανάγκη τη στήριξη
της Τουρκίας, αλλά και η Τουρκία την ανοχή της Ρωσίας, για την αντιμετώπιση των
Κούρδων της Συρίας. Όμως, η Ρωσία λόγω της ανοχής της έναντι της Χεζμπολάχ και
του Ιράν, έχει πρόβλημα πλέον σοβαρό με
το Ισραήλ, άρα και με τις ΗΠΑ. Ο Ερντογάν, πιθανότατα, θα «θυσιάσει» τη
συμμαχία του με τον Πούτιν, θα αναθερμάνει τις σχέσεις του με τον Τραμπ ,
με αντάλλαγμα, την αναθεώρηση της
φιλοκουρδικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η άλλη επιλογή, που έχει ο Τ. Ερντογάν, είναι
να μετατρέψει την Τουρκία σε μια τριτοκοσμική Ισλαμική Δικτατορία, αλλά στην
περίπτωση αυτή επωμίζεται ένα τεράστιο ρίσκο, αφού είναι βέβαιο ότι θα προκληθούν καταλυτικές αντιδράσεις της
Δύσης. Ειδικότερα, για τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε., ο Τ. Ερντογάν,
μάλλον θα επιχειρήσει μια σταδιακή
αποκλιμάκωση και επαναφορά των σχέσεων σε πιο ρεαλιστικές βάσεις, αποφεύγοντας,
εφόσον είναι εφικτό, τη ρήξη. Επειδή όμως, η Ε.Ε. δεν διαθέτει εξωτερική
πολιτική, οι ευρωτουρκικές σχέσεις, θα
εξαρτηθούν κυρίως, από το οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας και της Γαλλίας και στο βαθμό,
που αυτά εξυπηρετούνται από την
προοπτική της προσέγγισης της Τουρκίας με την Ε.Ε. Επισημαίνουμε ότι, τα γεωπολιτικά και ενεργειακά συμφέροντα
των ΗΠΑ και της Ε.Ε. (ΓΕΡΜΑΝΙΑ) στην Α. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, δεν είναι
ευθέως ανάλογα.
Όλα αυτά συνιστούν ιδιαιτέρως επικίνδυνες
εξελίξεις σε μια φλεγόμενη περιοχή, όπως αυτή της Ανατολής Μεσογείου και της
Μέσης Ανατολής, με την Τουρκία να μπαίνει σε μια φάση πολιτικής και κοινωνικής
αστάθειας. Η Ελληνική Κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, θα
πρέπει να μελετήσουν και να αναλύσουν διεξοδικά την νέα πολιτικο-κοινωνική
πραγματικότητα στην Τουρκία, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, πιθανή προσπάθεια του συστήματος Ερντογάν, για εξαγωγή της
εσωτερικής πολιτικής κρίσης, σε γειτονικά κράτη, αξιοποιώντας μάλιστα την ισχύ
των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Καταρχήν θα πρέπει να επανεξετάσουμε την αμέριστη στήριξη, που
παρέχει η χώρα μας, στην ευρωπαϊκή
πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα μετά το Ελσίνκι το 1999, επένδυσε πολλά στον
εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας. Αυτή η πολιτική επιλογή της Ελλάδας, όχι μόνο δεν
«εξημέρωσε το θηρίο», αλλά αποθράσυνε την Τουρκία, αφού κλιμάκωσε τις
διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας. Επιπλέον, έχει καταρρεύσει το επιχείρημα,
διαχρονικά, των ελληνικών
Κυβερνήσεων, ότι «ασπίδα» της Ελλάδας
από μια πιθανή έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο, στη Θράκη και στην Κύπρο, είναι η ΕΕ. Να προσθέσουμε ακόμη ότι, οι
σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα, είναι ανταγωνιστικές, σε ότι αφορά τις
πηγές ενέργειας και τους διαύλους μεταφοράς της ενέργειας στην Ευρώπη. Συνεπώς,
πρέπει να προσαρμόσουμε την εξωτερική
μας πολιτική, αποδεχόμενοι το προφανές ότι, η Τουρκία
συνιστά αδιαμφισβήτητα τη μεγάλη απειλή
για τα ελληνικά συμφέροντα,
συνυπολογίζοντας παράλληλα, ότι ο
«νευρικός» γείτονάς μας , είναι μια μεγάλη χώρα των 85 εκατομμυρίων
κατοίκων, αλλά και τη διαφαινόμενη βούληση του Τ. Ερντογάν να αποκαταστήσει, σε
κάποιο βαθμό, τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ε.Ε., στον οικονομικό κυρίως
τομέα.
Σε ότι αφορά το Κυπριακό,
θα πρέπει να γίνει σαφές, ότι η πίεση που ασκείται στον Πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη,
για επανέναρξη των συνομιλιών και επίσπευση
της πολιτικής λύσης στην Κύπρο, σε αυτή τη συγκυρία, εξυπηρετεί απόλυτα
τα επεκτατικά σχέδια του Ερντογάν. Όπως διαμορφώνεται η πολιτικό-κοινωνική κατάσταση στο εσωτερικό
της Τουρκίας, είναι προφανές ότι ο
Ερντογάν δεν θα πάρει τολμηρές αποφάσεις, να τερματίσει την στρατιωτική
κατοχή, να αποσύρει τα στρατεύματα από την Κύπρο και να παραιτηθεί από τις εγγυήσεις και τα
επεμβατικά δικαιώματα. Για αυτό ακριβώς, είναι απαράδεκτο το τελεσίγραφο του
ειδικού σύμβουλου του Γ.Γ. . του ΟΗΕ
στην Κύπρο, Έσπεν Άιντε, «να λύσουμε το Κυπριακό πριν αρχίσουν οι γεωτρήσεις ή να αναβάλλουμε
τις γεωτρήσεις μέχρι να βρούμε τη λύση».
Κοντολογίς, η Ελληνική
Κυβέρνηση χρειάζεται άμεσα, μια ευέλικτη εξωτερική πολιτική, που θα έχει
απαντήσεις στις τουρκικές «ιδιαιτερότητες» και προκλήσεις, καθώς απειλούνται
συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου